Ποντιακές λέξεις από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών με αρχαιοελληνική προέλευση – Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου



Της Δέσποινας Μιχαηλίδου – Καπλάνογλου:

Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

ΑΓΡΕΛΑΦΟΝ

Η θάλασσα να κόφτεται να ίνεται τσαΐρια

να κατηβαίν΄τα αγρέλαφα να βόσκουν σα τσαΐρια

Τα αγρέλαφα όλια βόσκουνταν και όλα μαρικούνται

και ένα μικρόν αγρέλαφον μικρόν αγρελαφόπον

ούτε θέλει να βόσκεται ούτε να μαρυκάται

-Ντο έπαθες αγρέλαφον μικρόν αγρελαφόπον

και ούτε θέλεις να βόσκεσαι κι ούτε να μαρουκάσαι

–Εντόκαν το πουλόπο μου ση Σέρας το ποτάμιν

Εκείνο κι΄άλλα τέσσερα ένας αβζής εντώκεν

και τώρα ψέσκουν ακεί περ΄σ΄έναν αργυροχάλκιν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

ΑΓΡΙΟ ΕΛΑΦΙ

Η θάλασσα να έπαυε να υπάρχει και να γίνει λιβάδια

να κατεβαίναν τα άγρια ελάφια να βοσκήσουν στα λιβάδια.

Τα άγρια ελάφια όλα βοσκούσαν και όλα αναμασούσαν την τροφή τους

Και ένα μικρο άγριο ελάφι, μικρο άγριο ελαφάκι

ούτε θέλει να βοσκίσει ούτε να αναμασά.

–Τι έπαθες άγριο ελάφι μικρό άγριο ελαφάκι

και ούτε θέλεις να βοσκάς και ούτε να αναμασάς (την τροφή σου )

– Κτύπησαν το πουλάκι μου στης Σέρας το ποτάμι

Εκείνο και αλλά τέσσερα ένας κυνηγός τα κτύπησε

και τώρα ψήνονται εκεί πέρα μέσα στο Αργυροχάλκινο (καζάνι ).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Αγρέλαφον , Κόφτεται , Μαρικούνται, Εντόκαν ,Ψέσκουν , Αργυροχάλκιν

1.Αγρέλαφον

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Αγρός + ἔλαφος
Ετυμολογία : Άγριο άγριος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγριος < ἀγρός· αυτός που ζει και αναπτύσσεται στους αγρούς
Ελάφι ελάφι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλάφι(ν) < ελληνιστική κοινή ἐλάφιον < αρχαία ελληνική ἔλαφος
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Άγριο ελάφι
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ελαφοκέρατο ελαφόπουλο

2. Κόφτεται – κόφτω

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη :.Κόπτω
παθ. κόφκουμαι
Ετυμολογία
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Παύω να υπάρχω,Διακόπτω ,ματαιώνω.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Κοφτός ,κοψίματα

3. Μαρικούνται

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη Μηρυκάζω
Ετυμολογία μηρυκάζω < αρχαία ελληνική μηρυκάζω
Στην νεοελληνική αποδίδετα (για χορτοφάγα ζώα) : Αναμασώ καλά την τροφή, αφού πρώτα την επαναφέρω από το στομάχι στο στόμα.
(μεταφορικά) επαναλαμβάνω τα ίδια (δικά μου ή λόγια άλλων)
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : μηρυκασμός
• μηρυκαστικό
• μηρυκαστικός

4.Εντόκαν

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Ενέδωκα
Ετυμολογία : Ενέδωκα – ενδώκα αόριστος του ρήματος κρούω
Χρόνοι :κρούω – έκρουον – παίσω – επαία- πέποικα , επεκρούκεν
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Εκτύπησα
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Κρούσμα, κρουστικό .

5 Ψέσκουν , ,

Προέρχεται από την αρχαιοελληνικής λέξη : Έψω (μαγειρεύω)
Ετυμολογία : ψήνω < μεσαιωνική ελληνική ψήνω και ψένω < από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος του αρχαίου ἕψω (μαγειρεύω)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ψήνω
Συγγενικές λέξεις
• Ψήσιμο ψησταριά ψηστήρι ψήστης ψηστιέρα ψηστικά

6. Αργυροχάλκιν

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Άργυρος + χαλκός
Ετυμολογία :
άργυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄργυρος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *herǵ- ἄργυρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *herǵ-. Συγγενή: μυκηναϊκή (a-ku-ro), λατινική argentum
χαλκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλκός
Στην νεοελληνική αποδίδεται: επιχάλκωση ορειχάλκινος χαλκέντερος χαλκογράφημα
Συγγενικές λέξεις: Εξαργυρώνω ,επάργυρος , επαργυρώνω, εξαργύρωση

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.