Στο ρυθμό της ψυχής του Πόντου: Η κατασκευή και η χρήση της ποντιακής λύρας, του κεμεντζέ, στην Κοζάνη σήμερα – Της Ασημίνας Βολάκη



Γράφει η Φιλόλογος Ασημίνα Βολάκη για το KOZANILIFE.GR:

«Για πέει με, λύρα μ΄ έμμορφον, πώς εγροικάς ατά όλῐα;
Και το λαλόπο σ΄ το γλυκόν, πως παίρ΄ λαρών τα πόνῐα;»

Σε αυτό το δίστιχο που αποτελεί απόσπασμα του γνωστού «΄Υμνου στη Λύρα» του ηθοποιού, σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα Πολύκαρπου Χάιτα, βρίσκεται το αίσθημα του Πόντιου που σαν ακούσει το γλυκό λαλόπο -το γλυκό άκουσμα του ήχου της λύρας- όλοι του οι πόνοι φεύγουν.

Μετά τον τελειωτικό ξεριζωμό των Ελλήνων που κατοικούσαν στον Πόντο, κατά τα έτη 1922-1923, μαζί με τους ανθρώπους, μια ολόκληρη πολιτιστική κληρονομιά μεταφέρεται σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και ιδιαίτερα σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής αυτής κληρονομιάς είναι και η μουσική της παράδοση, οι ήχοι και τα μουσικά όργανα που τους παράγουν. Ο “κεμετζές” ή αλλιώς η “κεμεντζές” -όπως ονομάζεται η λύρα στα ποντιακά- είναι το κυρίαρχο ποντιακό μουσικό όργανο και πρωταγωνιστεί σε κάθε γλέντι.

Βασικό ρόλο στον ήχο του οργάνου που θα ξεσηκώσει τους θαμώνες σε ένα ποντιακό γλέντι ή ”μουχαμπέτι”, παίζει τόσο ο τρόπος και τα υλικά κατασκευής όσο ο κατασκευαστής που καταθέτει ένα κομμάτι της ψυχής του σε κάθε λύρα ξεχωριστά. Στην περιοχή της Μακεδονίας έχουμε πολλούς λαїκούς οργανοποιούς που συνεχίζουν την παράδοση των προγόνων τους.

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

Είχαμε την τυχή να μας ανοίξει το εργαστήριο του στο χωριό της Λευκόβρυσης Κοζάνης, ένας από τους γνωστότερους κατασκευαστές ποντιακών λυρών στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Μακεδονίας, ο κ. Αμοιρίδης Γιάννης, που μας εξήγησε βασικά σημεία σχετικά με την κατασκευή του μουσικού οργάνου και την ιστορία του.

Ο ίδιος, όπως μας εξήγησε θέλησε να διατηρήσει την παράδοση των προγόνων του αυτούσια, επηρεασμένος από τα παιδικά του βιώματα, αφού ο παππούς του, Μιχάλης Αμοιρίδης, που εγκαταστάθηκε στη Λευκόβρυση ως πρόσφυγας πρώτης γενιάς, ήταν λυράρης. Επέλεξε λοιπόν να διατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο οι “παλιοί” κατασκευαστές έφτιαχναν λύρες, δηλαδή μονοκόματες και όχι κομματιαστές λύρες που γίνονται ενώνοντας ξεχωριστά τα μέρη του οργάνου, το καπάκι, τη γλώσσα κ.ο.κ, κάτι που συνηθίζεται κυρίως από νεότερους κατασκευαστές.

Ξύλο κορομηλιάς, δαμασκηνιάς, μουριάς και άλλα πυκνά ξύλα χρησιμοποιούνται από τον λαїκό οργανοποιό, που σκαλίζει με προσοχή κάθε μέρος του ξύλου στρογγυλεύοντας εσωτερικά τις γωνίες του σκάφους για να ανακλάται ο ήχος προς τα έξω. Το δοξάρι που στα ποντιακά ονομάζεται «τοξάρ» αποτελείται από ράβδο ξύλου ελιάς συνήθως και είναι απαραιτήτως από τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου όπως τόνισε ο οργανοποιός που ασχολείται με την κατασκευή κεμεντζέδων από πολύ νεαρή ηλικία, από το 1997 έως σήμερα.

Η ΛΥΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ

«Η ζήτηση έρχεται κυρίως από νέα παιδιά, πόντιους που αγαπούν την παράδοση τους και θέλουν να τη συνεχίσουν μαθαίνοντας να παίζουν λύρα, αλλά και από λυράρηδες που παίζουν χρόνια και εκεί οι απαιτήσεις ως προς την ποιότητα του οργάνου αυξάνονται» αναφέρει ο καλλιτέχνης.

Σε κάθε χωριό που κατοικείται κατα κύριο λόγο από Πόντιους στην Κοζάνη, όπως στη Λευκόβρυση και αλλού, οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι ενθαρρύνουν τα νέα παιδιά να μάθουν λύρα αφού είναι απαραίτητο…συστατικό επιτυχίας σε κάθε εκδήλωση και ποντιακό γλέντι. Δύο είναι αυτά που χρειάζεται για να γίνει κανείς καλός λυράρης: να αγαπάει την ποντιακή παράδοση και μουσική και να έχει εναν καλοφτιαγμένο κεμετζέ.

Η Κοζάνη αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, είναι μια περιοχή όπου τα ήθη και έθιμα του Πόντου διατηρούνται στο πέρασμα του χρόνου και έχει βγάλει άρτιους λυράρηδες από τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς έως σήμερα.

Ο “πατριάρχης” της λύρας, όπως είναι γνωστός ο Γώγος Πετρίδης είναι χαρακτηριστική περίπτωση Πόντιου λυράρη πασίγνωστου στην Μακεδονία και όχι μόνο. Μάλιστα όπως αναφέρει ο κ.Αμοιρίδης η πρώτη του μεγάλη συνεργασία στο χώρο αυτό ήρθε το 1999 όπου συνεργάστηκε με τον γιο του Γώγου Πετρίδη, Κώστα Πετρίδη και αργότερα με τον Γιάννη Σανίδη, Παναγιώτη Κογκαλίδη και άλλους γνωστούς καλλιτέχνες. Σημαντικό ζήτημα στην προσπάθεια αυτή της διατήρησης της ποντιακής πολιτιστικής κληρονομιάς και απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει καλούς συνεργάτες οπού ο ένας πάντα θα βάλει το λιθαράκι του δοκιμάζοντας τα όργανα για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. «Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους λυράριδες της Λευκόβρυσης και ιδιαίτερα τον Χαράλαμπο Τσακαλίδη, τον κουμπάρο μου Κώστα Παρχαρίδη και τον βενιαμίν της παρέας Στέφανο Σεβίλογλου για την πολύτιμη στήριξη όλα αυτά τα χρόνια, γιατί ερχόμενος ο κατασκευαστής σε επαφή με καλούς λυράρηδες και δοκιμάζοντας οι ίδιοι τις λύρες μου συντελούν ώστε να βγεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα» αναφέρει ο κατασκευαστής.

Η κατασκευή και η χρήση της ποντιακής λύρας μέσα στο πέρασμα των χρόνων διατηρούνται και γνωρίζουν άνθιση όχι μόνο σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπου υπάρχει ζωντανός ο Πόντος και η κουλτούρα του.

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.