Άλογα κι αναβάτες: Κατοχή κι εμφύλιος στην περιφέρεια Κοζάνης – Του Αθ. Καλλιανιώτη



Το κείμενο διαπραγματεύεται τα άλογα στη δεκαετία του 1940. Μαζί και τους αναβάτες τους, τον Ελληνικό Στρατό το 1941 και 1946-49, τους αντάρτες, τους Γερμανούς και τους αντικομουνιστές οπλίτες. Ήταν τα βαρβάτα και οι φοράδες απαραίτητα μέσο μετακίνησης κι εργασιών, ανάλογα με τα σημερινά ΙΧ αυτοκίνητα. Τα αποκτούσαν τυπικά ή παράτυπα σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία.

Ποιοι ήταν οι νόμιμοι και ποιοι οι παράνομοι τρόποι είναι ζήτημα ερμηνείας. Μάλλον και γεωγραφίας των όπλων. Ο Στρατός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκει στην πρώτη κατηγορία, όπως και οι αντάρτες στην περιοχή ισχύος των. Οι Γερμανοί περνούν στην δεύτερη κατηγορία, την παράτυπη. Όπως και οι αντικομουνιστές οπλίτες, αν εξαιρεθούν πρότερες κατασχέσεις ζώων τους από τους αντάρτες σε διαδορατισμούς, και πολιορκίες των χωριών τους.

Ήταν η ανώμαλη περίοδος της δεκαετίας κατά κάποιον τρόπο μεταβατική, αφού τα τετράποδα παραχώρησαν αργότερα τη θέση τους στα τετράτροχα μηχανοκίνητα.

ΟΙ ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Αρκετά σπίτια διατηρούσαν άλογα στην επαρχία, στα κεφαλοχώρια και στην πόλη της Κοζάνης, αγροτική κατά βάσιν πριν από την Κατοχή και τον κυρίως Εμφύλιο Πόλεμο –μετά αυξήθηκε υπέρμετρα η αστυφιλία. Οι χρηματικοί, κτηνοτρόφοι ή μεταφορείς, τάιζαν περισσότερα από ένα. Για τη βοσκή τους οι χωρικοί τα συνέπτυσσαν σε κοπάδι, αργκιλίσια τα ονόμαζαν τότε, και πλήρωναν ως ιπποβουκόλο έναν άντρα, τον βαλμά. Σε περιόδους οργώματος, σποράς, αλωνίσματος, μετακινήσεων ή άλλων εργασιών τα έπαιρναν σπίτι για τις δουλειές τους. Ο αριθμός τους δεν ήταν μικρός. Μόνο η Κοζάνη διέθετε προπολεμικά 600 άλογα.

Όσα περίσσευαν τα πουλούσαν σε παζάρια στα Σέρβια ή στο Κέντρο Βεντζίων μαζί με την «άδεια κυκλοφορίας» τους, το πιστοποιητικό δηλαδή ιδιοκτησίας. Η τιμή δεν ήταν φθηνή όπως μάλλον νομίσουν θεωρητικοί προσεγγιστές της εποχής. Ένα άλογο αντηλλάγη παλιότερα με οικόπεδο σε κεντρικό σημείο κεφαλοχωριού της Ελίμειας. Τα πιο γερά κι όμορφα τα καβαλούσαν για μετακίνηση, επιδεικνυόμενοι συνάμα για το υποζύγιό τους. Επρόκειτο για τις «μερσεντές της εποχής» σύμφωνα με χαρακτηρισμό άριστου γνώστη των τοπικών δρώμενων. Κρίση καθόλου υπερβολική, καθώς τέτοιου είδους υπερήφανα ζώα είχαν ανάγκη εξαιρετικής περιποίησης. Δεν άντεχαν μεγάλα φορτία, χρειάζονταν συμπληρώματα τροφής με καρπό και ήταν ευαίσθητα σε ακραίες καιρικές συνθήκες.

Η ΑΝΑΤΑΡΑΧΗ ΤΟΥ 1940
Οι χειμάζουσες εποχές συντελούσαν στην απίσχναση της αλογοτροφίας, καθώς οι κυβερνήσεις τα επέτασσαν ευρέως για συγκρότηση ιππικού και τις ανάγκες αξιωματικών και συνδέσμων τους. Έτσι από το 1914 κι εντεύθεν καταγράφονταν με ευθύνη των προέδρων και την, γραφιστική μάλλον, αρωγή δασκάλων και διδασκαλισσών μαζί με τα κάρα. Επί Μεταξά έλαβε χώραν η πιο επιμελής ταξινόμησή τους, το 1938. Στο κέντρο Αιανής μεταφέρθηκαν τότε προς καταγραφήν τα ζώα των χωρικών συν τα αντίστοιχα των γειτονικών κοινοτήτων Χρωμίου και Κερασιάς. Προτιμούσε η επιστράτευση τα ψηλά, νεαρά και δυνατά άλογα,[9] γεγονός που γνώριζαν οι χωρικοί, ώστε να μην τα ταΐζουν πριν από κάθε καταλογογράφησή τους. Για να τα σώσουν.

Λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος του ΄40, μάλλον αρχές φθινοπώρου του ΄40, οικειώθηκαν από το στρατό άλογα και μουλάρια που δεν επεστράφησαν ποτέ στους ιδιοκτήτες τους. Όταν από την οικογένεια μας, εμπορευόμασταν εδώδιμα και αποικιακά σε Κοζάνη, Αιανή και Χρώμιο, πήραν δυο δυνατά μουλάρια και μια γερή φοράδα, δυσκολευτήκαμε για αρκετό καιρό. Όμως και τα δεύτερης διαλογής ζώα που είχαν απομείνει επιστρατεύονταν κι αυτά παροδικά μαζί με τους ιδιοκτήτες τους για μικρότερης κλίμακας διαδρομές ή και πολυήμερες επί κυρίως Εμφυλίου πολέμου μέχρι τον Γράμμο.

Όσα άλογα δεν έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος στα αλβανικά και μακεδονικά βουνά από κόπωση, πείνα ή δριμύ ψύχος οπισθοχώρησαν, αλλά λίγα έφτασαν μέχρι την Παλιά Ελλάδα. Ούτε καν έπαιρναν χαμπάρι οι εν υπαίθρω καταυλισθέντες κατάκοποι στρατιωτικοί, επιτήδειους αλογοσούρτες που τα φυγάδευαν μέσα στη νύχτα του Απριλίου 1941. Ορισμένοι από τους τελευταίους φυλακίστηκαν στην αρχή της Κατοχής για μικρό διάστημα και μερικοί προσχώρησαν τον μεθεπόμενο χρόνο στο ΕΑΜ. Άνδρες αναγνωρισμένης σίγουρα τόλμης, αλλά όχι προφήτες της μέλλουσας επανάστασης.

Κλοπές αλόγων συνέβαιναν την ίδια εποχή ακόμα και μέσα στα χωριά. Τα υποζύγια τριών αξιωματικών, που διανυκτέρευσαν στο στάβλο, πρώην χάνι, του Αργύρη Ζαγάρα στην Αιανή είδαν αθόρυβες σκιές να τα βγάζουν έξω από αχούρι ξεκαπίστρωτα. Ειπώθηκε αργότερα πως αυτουργός ήταν χωρικός, εθελοντής αργότερα αντάρτης του ΔΣΕ. Συνήθεις ύποπτοι όμως λογίζονταν για την Βασιλική Χωροφυλακή οι Βλάχοι μεταβατικοί ποιμένες και οι Αθίγγανοι, αλλά η προσπάθεια πρόληψης της ζωοκλοπής με την έκδοση ταυτοτήτων με φωτογραφία των ειρημένων δίγλωσσων νομάδων μάλλον δεν τελεσφόρησε.

ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ
Κυρίως η κατοχή αδέσποτων αλόγων, επιταγμένα νωρίτερα από τον Ελληνικό Στρατό, κι όχι οι απαλλοτριώσεις τους από κάθε λογής άτομα σχημάτιζαν τον λόγο που τα ζώα αυτά θεωρήθηκαν στρατιωτικά είδη προς παράδοσιν στην Ελληνική Πολιτεία. Πολύ νωρίς απαγορεύτηκε η φυγάδευση ίππων και ημιόνων εκτός του νομού κι άνοιξαν δημοπρασίες στην πόλη πρώτα και μετά στα κεφαλοχώρια. Από τον αύλειο χώρο του ναού του Αγίου Αθανασίου Κοζάνης τα μη πωληθέντα άλογα μεταφέρθηκαν στην Πτολεμαΐδα, τη Σιάτιστα κι ύστερα στην πλατεία της Αιανής. Μην έχοντας εμπιστοσύνη στους Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους συμμετείχαν και Γερμανοί με διερμηνείς τους. Ωφελημένοι τότε από τις αγοραπωλησίες φάνηκαν τοπικοί τσαμπάσηδες όπως ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος ή Μιχάλαγας, γνωστός αργότερα αρχηγός ενόπλων αντικομουνιστών.

Οι Γερμανοί, όταν δεν διαπιστωνόταν ο ιδιοκτήτης των καλύτερων ζώων, κρατούσαν ορισμένα για δική τους χρήση. Ποτέ δεν προχώρησαν σε επιτάξεις αλόγων, προφανώς επειδή μεγάλες μονάδες τους δεν προχώρησαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις όπως σε άλλα μέρη βορειότερα.

Η αγωνία των Γερμανών για τα άλογα και τα μουλάρια, απαραίτητα τουλάχιστον στα μεταλλεία χρωμίου, αυξήθηκε, όταν ο ΕΛΑΣ περιέσφιξε την πόλη της Κοζάνης. Ίδιο πρόβλημα ταλάνιζε και την Ελληνική Πολιτεία, αφού οι αστοί κάτοχοι ζώων στερούνταν τις ζωοτροφές της επαρχία. Ήταν φυσικό το Γερμανικό Φρουραρχείο να διατάξει όλα ανεξαιρέτως τα χωριά να παραδώσουν ποσότητα ζωοτροφών στη Νομαρχία. Η Αιανή χρεώθηκε 6 τόνους άχυρου, η Κάτω Κώμη με 2. Αν και η πρώτη θεωρούνταν ανταρτοκρατούμενο χωριό και η δεύτερη αντικομουνιστικό, η κατανομή έγινε σύμφωνα με την δηλωθείσα σοδειά, όχι με την επιλογή στρατοπέδων.

Η πληροφορία ότι τα τετράποδα μεταφορικά σημαδεύονταν στο λαιμό με το χαρακτηριστικό γράμμα των γερμανικών αρχών, πιθανότατα με τη σβάστικα, δεν έχει διασταυρωθεί.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο ιστολόγιο του Αθ. Καλλιανιώτη – Κλικ εδώ

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.