Ποντιακές λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση – Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου



Της Δέσποινας Μιχαηλίδου – Καπλάνογλου:

Ο πηλός , το υλικό από χώμα και νερό είχε χρήση στην αρχαιότητα και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, υπήρξε ευρύτατη χρήση σε πολλούς τομείς ανάμεσα τους και στην κατασκευή σκευών για μαγείρεμα η μεταφορά νερού και φύλαξη τροφίμων και ποτών τα οποία μετά την δημιουργία του σχήματος (μορφοποίηση ) τους ψηνόταν για πολλούς λόγους σε κλιβάνους σε υψηλές θερμοκρασίες .

Μερικά από αυτά τα σκευή στην Ποντιακή διάλεκτο εξακολουθούσαν να φέρουν την αρχαιοελληνική ονομασία τους είτε αυτούσια ,είτε με ελαφρά παραλλαγή ,επιλέξαμε μερικές τέτοιες λέξεις όπως :

Λαγήνα ( διλαβήτσας – χαλχανίστρας ), Λακάνας , Μελιτολάηνον , Σταμνιά , Προζύμερον , Κεραμιδάς .

ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΚΕΥΗ

– Λαγήνα – διλαβήτσας – χαλχανίστρας.
Πήλινες στάμνες που χρησίμευαν για τη μεταφορά του νερού.

Όταν είχαν δύο λαβές λέγονταν “διλαβήτσας”, ενώ όσες είχαν λεπτό λαι­μό λέγονταν και “χαλχανίστρας”, προφανώς απ’ το θόρυβο που δημι­ουργείται απ’ την εκροή του νερού απ’ το στόμιο.

Ο λάγυνος στην αρχαιότητα ήταν ένας ελληνιστικός τύπος οινοχόης με επίπεδη βάση, με οξύ ή σπανιότερα καμπύλο ώμο και κυκλικό στόμιο.

– Λακάνα
Ανοιχτό φαρδύ δοχείο με επίπεδη βάση από πλαστικό, μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για το άπλωμα των ρούχων, μεταφορά νερού, ζύμωμα και άλλες δουλειές του νοικοκυριού. Κεραμικό δοχείο προσαρμοσμένο στο έδαφος, για την ούρηση και την αφόδευση.

*Στην αρχαιότητα είχαμε 2 τύπους με λεκάνες την << λεκάνη >> και την << λεκανίδα >>

*Η λεκανίς

 

 

Η λεκανίς ήταν ένα χαμηλό, πλατύ αγγείο που στηριζόταν σε χαμηλή και στενή βάση. Αποτελούνταν από δύο τμήματα. Το κατώτερο κυλινδρικό τμήμα μετά τη βάση φάρδαινε βαθμιαία και ενωνόταν με το ανώτερο το οποίο έμοιαζε με ζώνη και στηριζόταν κάθετα πάνω στο κατώτερο. Σ’ αυτό το τμήμα ήταν στερεωμένες οι δύο οριζόντιες λαβές σε σχήμα κορδέλας. Το αγγείο κατέληγε σε χείλη κατάλληλα προσαρμοσμένα για να δεχτούν κάλυμμα. Το κάλυμμα ήταν ένας οριζόντιος με ελαφριά καμπύλη κυλινδρικός δίσκος στην κορυφή του οποίου ορθωνόταν ένας μικρότερος δίσκος που χρησίμευε ως λαβή. Το αγγείο ήταν γνωστό ήδη από τη γεωμετρική περίοδο.

Η χρήση του ήταν ποικίλη: για τις θυσίες, για πλύσιμο, για τοποθέτηση φαγητού κ.ά. Μέσα σε λεκανίδες συνηθιζόταν να τοποθετούν κοσμήματα, αρώματα ή γυναικεία παιχνίδια που έστελναν οι γονείς στη νύφη τη δεύτερη μέρα του γάμου, στα «Επαύλια».

*Η Λεκάνη [λεκάν]
Αν το αγγείο δεν έφερε κάλυμμα ήταν γνωστό ως λεκάνη. Ήταν ένα σκεύος ευρύ, βαθύ και ανοιχτό, στρογγυλού συνήθ. σχήματος, που χρησιμοποιείται κυρίως σε δουλειές του σπιτιού.

– Μελιτολάηνον
Πήλινο βαθύ δοχείο, βερνικωμένο, κυρίως για μέλι (μελιτοδοχείο).

–Σταμνία
Στάμνες πήλινες για τη μεταφορά νερού.

*Στην αρχαιότητα στάμνος ο: πήλινο δοχείο για νερό με στενό και κοντό λαιμό, μία ή δύο λαβές και φουσκωτή κοιλιά, προορισμένο
για νερό ή άλλα υγρά.
Ο στάμνος , ένα αγγείο με στενή βάση που φαρδαίνει προς τα πάνω, στενεύει στο λαιμό για να ξαναφαρδύνει στο στόμιο. Στα δύο πλάγια έχει δύο λαβές και συνήθως ένα κάλυμμα.

– Προζύμερον
Μικρό δοχείο όπου φυλασσόταν το προζύμι για το επόμε­νο ζύμωμα. Μάλιστα, για να μην κολλάει στα τοιχώματα το ζυμάρι, πα­σπάλιζαν τα τοιχώματα με αλεύρι, το προσάλευρον.

– Κεραμιδάς
Μακρόστενη αβαθής πήλινη λεκάνη για ψήσιμο ψαριών,
Εναλλακτικά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια κεραμίδα παλιού τύπου ημικυκλική που χρησιμοποιούσαν για τις σκεπές.

 

 

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Λαγήνα ( διλαβήτσας – χαλχανίστρας ), Λακάνας , Μελιτολάηνον , Σταμνιά , Προζύμερον , Κεραμιδάς .

1.Λαγήνα
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Λάγυνος
Ετυμολογία : λαγήνι < μεσαιωνική ελληνική λαγήνα < λατινική lagena / lagaena / lagoena / lagona < αρχαία ελληνική λάγυνος (αντιδάνειο)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Λαγήνι.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Λαγήνα , λαήνα , λάγκενος , λαήνι.
Λαγηνόπα: Αποκαλού­σαν τα μικρά πήλινα σταμνάκια.

2.Λακάνας
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη : Λέκος
Ετυμολογία λεκάνη<λέκος=αγγείο,πινάκιο λέκος= πιάτο
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Πήλινες λεκάνες.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Λεκανίτσα , λεκανάκι .λεκανίδιον .

3.Μελιτολάηνον
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : • Μέλι -μέλιν -μέλα πληθ.+λαήνα (λαγήνα )
Ετυμολογία Μέλι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mélid / *mélit
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Μελιτοδοχείο.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Μελισσοχορτο , μελάτος , μελένιος , μελάς.

4 . Σταμνιά
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Στάμνος
Ετυμολογία :Στάμνα < σταμν(ί) + μεγεθυντικό -α < μεσαιωνική ελληνική σταμνίν < αρχαία Ελληνική σταμνίον, υποκοριστικό του στάμνος.
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Στάμνα.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Σταμνέα-σταμνίζω , σταμναγκάθι .

5..Προζύμερον -προζυμερή
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Προ + ζύμη
Ετυμολογία :προζύμι < προ + ζύμη
προ< αρχαία ελληνική προ= μπροστά
ζύμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζύμη[1] < ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yes- (βράζω, αφρίζω)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Δοχείο για προζύμι
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Προζυμοζώμιν , προζυμοκούτιν , προζυμώνω

6 , Κεραμιδάς
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Κεραμίς ,Κεράννυμι .
Ετυμολογία : Κεραμίδα < μεγεθυντικό του κεραμιδιού ή από την αρχαία λέξη κεραμίς (γεν. κεραμίδος)
κεράμιον (=πήλινο αγγείο), κεραμίς (=κεραμίδι), κεραμώ
κεραμίς (=κεραμίδι), κεραμωτός. Κεράννυμι (=ἀνακατεύω)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Κεραμίδα
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Κεραμέας , κεραμικός , κεραμώ .

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.