96 και μια αιωνιότητα – Άρθρο του Ανδρέα Τσιφτσιάν για τα γενέθλια του Μίκη Θεοδωράκη



Μελοποίησε πάνω από 1000 ποιήματα.

Έβαλε το μπουζούκι στα μέγαρα μουσικής όλου του κόσμου και σε όλες τις μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες ανά την υφήλιο, πράγμα ακατόρθωτο μέχρι σήμερα για λαϊκό όργανο.

Μελοποίησε σχεδόν το σύνολο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας του Αριστοφάνη, του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή (έργο δυστυχώς ακόμη άγνωστο στην Ελλάδα) δημιουργώντας την ελληνική όπερα.

Έγραψε δεκάδες ορατόρια, το Άξιον Εστί, με το οποίο σήκωσε τους Έλληνες στα πόδια τους, το Mauthausen, με το οποίο έκανε εκατομμύρια Εβραίους ανά τον κόσμο να δακρύσουν, το Canto General, με το οποίο ενέπνευσε και εμψύχωσε τους Λαούς της Λατινικής Αμερικής,  τον εθνικό ύμνο μιας ολόκληρης ηπείρου.

Μελοποίησε τους μεγάλους Έλληνες ποιητές κι έβγαλε έτσι την ποίηση από τα βιβλία και την  έβαλε στις ταβέρνες, στα καπηλειά, στον δρόμο, στα σπίτια μας. Αυτή ήταν μια πολιτισμική  επανάσταση.

Όχι, μέχρι που εμφανίστηκε αυτός, η ποίηση ήταν για ολίγους λόγιους, για τους «γραμματιζούμενους». Αυτός την έκανε για όλους. Την έκανε κομμάτι του Λαού, για να την ακούει και να ξανασηκώνετε όταν έπεφτε. Έκανε κοινωνό της κάθε πολίτη, όταν μέχρι τότε ήταν προνόμιο μιας «διαβασμένης» ελίτ. Χάρη σ’αυτόν είμαστε ίσως ο μόνος Λαός στον κόσμο που τραγουδάει τους ποιητές του. Αυτός τράβηξε τ’ασκέρι και για τους άλλους μελωδούς που ακολούθησαν. 

Όχι, στην Γερμανία δεν τραγουδάνε Γκαίτε και Σίλερ, στην Ρωσία δεν τραγουδάνε Πούσκιν και στην Αγγλία δεν τραγουδάνε Όσκαρ Γουάιλντ.

Εμείς όμως την ποίησή μας την φτιάσαμε λαϊκό τραγούδι, δεν είναι σπουδή κι ανάγνωσμα των «αρίστων», είναι βίωμα, είναι κομμάτι της ζωής μας, χάρη σ’αυτόν, τον άδολο Επαναστάτη. 
 

 

 
Όχι, δεν την πρόδωσε ποτέ την Επανάσταση. Την έκανε! Είχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ένα μάτι (το άλλο ήταν εντελώς τυφλό), ένα πόδι κι ένα πνευμόνι. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα βασανιστηρίων. Στην Μακρόνησο υπέστη αποκοπή του γονάτου. Του γύρισαν το πόδι ανάποδα και το αποκόλλησαν. Μου την διηγήθηκε κάποτε την ιστορία. Ο βασανιστής του έβαλε τα κλάματα και τον συγχώρεσε το ίδιο βράδυ. Αξιολύπητοι «ανθρώποι», την άλλη μέρα συνέχισε με άλλους. 

Ήταν αυτό το πόδι που στις συναυλίες δεν το πατούσε σχεδόν ποτέ (στεκόταν μόνο στο ένα) και το χρησιμοποιούσε για να δίνει τον ρυθμό. Η πατούσα κυρτωμένη από την φάλαγγα.  Τούτο το πόδι το βαστούσε πάντα ψηλά σε ένα σκαμπό όταν ήταν καθιστός κι έτσι έτυχε να την δω γυμνή. Πάγωσα.  «Η φάλαγγα δεν πονούσε στο πόδι» –έλεγε- «σε πονούσε στον εγκέφαλο, στο κούτελο, σαν να σε χτυπούσε ρεύμα, να εδώ» κι έδειχνε το πάνω μέρος του κεφαλιού του. 

Σιωπή. 

Στις συναυλίες του άνοιγε τα χέρια σαν φτερούγες, σαν άγγελος,  λες κι αγκάλιαζε τον Λαό του, αυτόν τον Λαό που τόσο αγάπησε, που του έδωσε την ίδια του την  ζωή. Λες και θα πετούσε, λες κι έλεγε, δείτε με, να… πετάξτε, μπορείτε. Αυτή η αγκαλιά είχε μέσα της όλη την Ελλάδα. 

Ένας αριστερός με ήθος, με μία αφοπλιστική αστική ευγένεια και ευγένεια ψυχής.

«Καθίστε εδώ παιδιά όσο θέλετε, εμένα να με συγχωρείτε, πάω για ύπνο». Το σπίτι του δικό μας. Βγαίναμε τότε στην ταράτσα για τσιγάρο με θέα την Ακρόπολη και το ξημερώναμε.

«Κάνετε επανάσταση»… έλεγε.

Και πώς να την κάνουμε;«Μέσα από τον καθημερινό και συνεχή διάλογο  μεταξύ επιστήμης και τέχνης, αυτή είναι η Επανάσταση. Έτσι θα ξανα-αναστηθεί η Ελλάδα. Να μπορέσει να ξανακάνει αυτό που έκανε κάποτε. Όταν αυτά τα δύο ενωθούν, τότε θα γίνει τεκτονικός σεισμός». 

«Άκου -μου λέει- εσύ είσαι επιστήμονας, εγώ είμαι καλλιτέχνης, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συνεννοηθούμε εμείς οι δύο, να ενώσουμε αυτά τα δύο». 

Έλεγε ιστορίες με αυτή την καθηλωτική αφήγηση και ερμηνεία που σε γοήτευε. Λες και ήταν παραμύθια από έναν κόσμο που εμείς δεν ζήσαμε. Τόσο μακρινός, μα και τόσο κοντινός. Συνήθιζε να σου απαντά με ιστορίες. Εσύ έπρεπε να ανακαλύψεις την οντολογία των πραγμάτων. 

«Στην Μακρόνησο παίζαμε ένα παιχνίδι με τους σκορπιούς για να διασκεδάζουμε την μοίρα μας» – έλεγε. «Πιάναμε έναν σκορπιό και τον φυλακίζαμε, του χτίζαμε δηλαδή πέτρες γύρω-γύρω για να μην μπορεί να διαφύγει. Ο σκορπιός όταν καταλάβαινε ότι είναι καταδικασμένος και δεν μπορεί πια να ξεφύγει, έφερνε δυο-τρεις γύρους και στο τέλος κάρφωνε με το κεντρί του το κεφάλι του κι αυτοκτονούσε. Αυτό έπαθε η Ελλάδα σήμερα, το σύνδρομο του σκορπιού, αυτοκτονούμε από φόβο». 

Σαν να λέμε διαλέγουμε το χειρότερο για να μην μας συμβεί το «κακό». 

Θυμήθηκα τον Καββαδία που έγραψε, 

«φοβόμασταν τις τορπίλες πιο πολύ κι από τον θάνατο». 

Αυτό πάθαμε. Από τον φόβο μας για τις τορπίλες αυτοκτονούμε για να μην πεθάνουμε από δαύτες. 

(Άρε ποιητή, με μια σειρά λες αυτό που ο επιστήμονας θα χρειαζόταν βιβλίο ολάκερο. Κατέβα λίγο να κάνουμε την επανάσταση. Πώς να σε φτάσω;).

Κι όμως… αυτός στην φυλακή μεγαλούργησε. Το κεφάλι του δεν το κέντρισε. Εκεί εμπνεύστηκε κι έγραψε τα περισσότερα έργα του. «Αν δεν ήμουν στην φυλακή δεν θα έγραφα ποτέ». Όταν είσαι πεσμένος ανασταίνεσαι. Στην Ζάτουνα εξόριστος έκρυβε τις παρτιτούρες στα κουμπιά απ’το παλτό του γιού του Γιωργάκη και της έβγαζε να τις τραγουδήσει ο κόσμος, να αναθαρρέψει και να αντρειέψει, με κίνδυνο της ζωής του και της οικογένειάς του. Ένας ελεύθερος πολιορκημένος. 

Δεν υπέγραψε ποτέ. Δεν υπάρχει η υπογραφή του σε κανένα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Μα δεν κατηγόρησε κανέναν που το έκανε. Ποιον να κατηγορήσεις άλλωστε όταν  ξέρεις ότι έπρεπε να δεχτεί πυρωμένη βελόνα στην ουρήθρα. 
 

 

 
Κάνω (υποτίθεται) αγώνα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων, παλιότερα έγραφα σε διεθνή fora, κατηγορώ άλλους ως γενοκτόνους εγκληματίες, μα πόσο ειλικρινής θα ήμουν με τον εαυτό μου, αν δεν μιλούσα και για τα εγκλήματα της δικής μου Πατρίδας; Μα αν κάτι μας ξεχωρίζει από εκείνους τότε ας είναι τούτο, ότι εμείς τουλάχιστον δεν στεκόμαστε ως αρνητές στην φρίκη που προκαλέσαμε, με τα δικά μας στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τουλάχιστον εμείς δεν βλάψαμε κανέναν άλλον, παρά μόνον τον εαυτό μας. Όλους τους εχθρούς μας  τους φάγαμε για ξερολούκουμο, τους κατατροπώσαμε. Έναν όμως εχθρό, στο διάβα χιλιάδων χρόνων ιστορίας, δεν καταφέραμε να τον νικήσουμε ποτέ. 

Ό,τι πάθαμε από τον εαυτό μας το πάθαμε. 

Ας είναι. Είναι ίσως η κατάρα του Έθνους μας, η θεία δίκη, η ύβρις του ανίκητου, για την ισορροπία στον κόσμο. 

Αυτό είναι ο Μίκης,  βίωμα και μάθημα παιδείας, η ζωντανή ιστορία της Πατρίδας μας, ένας φιλόσοφος, ένας διανοούμενος, ένας Επαναστάτης, ένας Δημοκράτης, ένας Πατριώτης,  ένας παγκόσμιος Έλληνας. O μέγιστος των εν ζωή Ελλήνων. 

Ευτύχισα να τον δω να διευθύνει ζωντανά στην Γερμανία. Σήκωσε όλο το υπαίθριο θέατρο στο πόδι! Προσπαθούσαν τότε όλοι να τραγουδήσουν στην γλώσσα μου. Προσπαθούσαν τότε όλοι να πουν τα λόγια των ποιητών της Πατρίδας μου. 

Σήμερα 29/7 έχει γενέθλια. Γίνεται 96. Παλιότερα θα του ευχόμουν να τα εκατοστίσει. Σήμερα ίσως του έλεγα να τα χιλιάσει, αλλά το περίεργο είναι, ότι ακόμη κι έτσι, αντιλαμβάνομαι ένα ειρωνικό οξύμωρο:

Πώς να ευχηθείς σε κάποιον ακόμη και χίλια χρόνια όταν ξέρεις ότι θα ζήσει αιώνια; 

Ρόδο αμάραντο.

Χρόνια πολλά δεν θα σου πω αιώνιε Μίκη.

Σ’ευχαριστώ για την φιλία σου.

Να’σαι καλά αγαπημένε μου, Πανέλληνα και παγκόσμιε.

 

Επιμύθιο: Αυτό δεν είναι άλλωστε και η Πατρίδα μας; Αιώνια και παγκόσμια. Η πιο παγκόσμια Πατρίδα του κόσμου. Μια ελεύθερη πολιορκημένη κι αυτή. Ρόδο Αμάραντο. 

 

Ανδρέας Τσιφτσιάν

Οικονομολόγος

 

Η μελοποίηση της Μήδειας του Ευριπίδη:

2 σχόλια στο άρθρο “96 και μια αιωνιότητα – Άρθρο του Ανδρέα Τσιφτσιάν για τα γενέθλια του Μίκη Θεοδωράκη

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.