Ποντιακές λέξεις από ποντιακούς στίχους με αρχαιοελληνική προέλευση – Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου



Γράφει η Δέσποινα Μιχαηλίδου Καπλάνογλου:

Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου που εμφανίζονται στον τίτλο της σημερινής δημοσίευσης αντλήθηκαν από ΄΄Ποντιακούς στίχους.

ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Μεθυγμένος θα λάσκουμαι
Μεθυγμένος θα λάσκουμαι
Πουλί μ’ ση μαχαλά σ’-ι
Θα ελέπ’ς με και θα καίεσαι
Τα μαλλόπα σ’ θ’ αχπάντς-ι
Μεθυγμένος θα λάσκουμαι
Θα τρώγω και θα πίνω
Τα κέφια τα μου’απέτι͜α
Καμίαν ’κι θ’ αφήνω
Τον μεθυγμένον μη κλαίτεν
Απομεθεί και σ’κούται
Κλάψτεν εκείν’ τον σεβνταλήν
Που πάει ρουζ’ και σκοτούται
Ας σα κατηγορέματα
Ντ’ εφτάν εμέ η χώρα
Εθάρρνα η ψ̌η έν’ γλυκύν
Επέζεψα το ατώρα.

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Μεθυσμένος θα τριγυρνώ
Μεθυσμένος θα τριγυρνώ
Πουλάκι μου στην γειτονιά σου
Θα με βλέπεις και θα καίγεσαι
Τα μαλλάκια σου θα μαδάς.
Μεθυσμένος θα τριγυρνώ
Θα τρώω και θα πίνω
Τα κέφια μου ,τα γλέντια μου.
Πότε δεν θα τα αφήσω.
Τον μεθυσμένο μην τον κλαίτε
Ξεμεθά και ξανασηκώνεται.
Κλάψε εκείνον τον ερωτευμένο
Που πάει πέφτει και σκοτώνεται.
Από τις τις κατηγορίες
που κάνουν σε μένα οι ξένοι .
Νόμιζα πως η ψυχή είναι γλυκιά,
το βαρέθηκα τώρα.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΕΞΕΩΝ
Λάσκουμαι -Αχπάνω-αχπάσκουμαι -Απομεθεί -Σ’κούται – Εθάρρνα -Σκοτούται

* Λάσκουμαι
Αρχαιοελληνική προέλευση: Αλάομαι
Ετυμολογία: ἀλάομαι < ἄλη
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Βγαίνω περίπατο ,Περιφέρομαι, περιπλανιέμαι ,τριγυρνώ
Συγγενικές λέξεις: ἄλη ἀλήμων ἀλήτης ἀλητεύω

* Αχπάνω-αχπάκουμαι
Αρχαιοελληνική προέλευση : Εκσπώ
Ετυμολογία:Ετυμολογία: σπάω < αρχαία ελληνική σπάω / σπῶ … σπάω, συνηρημένο: σπῶ · βγάζω (π.χ. το ξίφος από τη θήκη του), τραβώ, αποσπώ · προχωρώ
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Ξεριζώνω, μαδώ Έλκω προς τα έξω, Αποσπώ.
Εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου, παραφέρομαι
Συγγενικές λέξεις:σπάσιμο σπαστικός σπάζω σπάνω

* Απομεθεί
Αρχαιοελληνική προέλευση:Από+μεθώ
Ετυμολογία: μεθώ < μεσαιωνική ελληνική μεθώ < αρχαία ελληνική μεθύω < μέθυ
μέθη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική μέθη < μέθυ
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Ξεμεθώ
Μέθη: έντονη ψυχική διέγερση, ευφορία, η οποία προκαλείται από την λήψη οινοπνεύματος ή άλλων ψυχοτρόπων
≈ συνώνυμα: μεθύσι
Συγγενικές λέξεις αμέθυστος ξεμέθυστος ξεμεθώ μεθοκοπώ μεθυλένιο

*Σ’κούται
Αρχαιοελληνική προέλευση:Σηκόω + ώνω
Ετυμολογία: σηκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σηκώνω
σηκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σηκώνω < ελληνιστική κοινή σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο) συνηρημένος τύπος του σηκόω + -ώνω
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Σηκώνομαι, παύω να βρίσκομαι στην οριζόντια ή καθιστή στάση ώστε να σταθώ όρθιος • ξυπνώ.
≈ συνώνυμα: εγείρομαι
Συγγενικές λέξεις: ανασηκώνω ξανασηκώνω ξεσηκώνω σηκωμός

* Εθάρρνα
Αρχαιοελληνική προέλευση: Θάρρος – Θάρσος
Ετυμολογία: Θάρρος < αρχαία ελληνική θάρρος (μορφή του θάρσος στην αττική διάλεκτο)
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Είχα ελπίδα,Νόμιζα, η δύναμη που έχει κάποιος να αντιμετωπίζει επικίνδυνες καταστάσεις είτε χωρίς φόβο ή υπερνικώντας το φόβο.
Συγγενικές λέξεις:Θράσος θαρραλέος θαρρετός θαρρώ.

* Σκοτούται
Αρχαιοελληνική προέλευση: Σκότος
Ετυμολογία: σκότος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική σκότος
Σκότος αρχ. Σκιά,σκοτάδι
Απόδοση στα νέα Ελληνικά: Σκοτώνεται
Συγγενικές λέξεις:Σκοταδιστής, σκοταδισμός σκοτεινός σκοτία σκοτίζομαι

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.