Λίρες και χρήμα στο νομό Κοζάνης 1940-50 – Γράφει ο Θανάσης Καλλιανιώτης



Του Θανάση Καλλιανιώτη:

Χρηστικό και γοητευτικό το χρήμα, ιδίως ο χρυσός στον οποίο ποτέ δεν αντιστέκονται οι υλιστές πασών των εδεσμάτων και σχεδόν καθόλου οι ιδεολόγοι πάντων των αποχρώσεων. Μυθικές διαστάσεις απέκτησαν οι βρετανικές λίρες, που έπεφταν από τον ουρανό επί Κατοχής, αλλά και οι αντίστοιχες των ανταρτών, οι οποίες συλλέγονταν επαναστατική βία από αστούς, αγρότες και ποιμένες.

Το κείμενο αναφέρεται στις περιπέτειες κερμάτων και τραπεζογραμματίων τη δεκαετία του 1940 στην περιοχή Κοζάνης.

Η ευτυχία των Ελλήνων δεν βρίσκεται στις παχυλές υποσχέσεις των αθλίων πρακτόρων της ξένης προπαγάνδας και των λιροσυντήρητων κομμουνιστών, αφεντάδων των βουνών και των πόλεων.

Διαδόσεις

Αρκετά χρόνια πριν από το 1940 το χρήμα, αναφερόμενο συνήθως ως λίρες, καταλάμβανε μεγάλο μέρος των καθημερινών συζητήσεων των ανθρώπων. Όχι πάντα χωρίς βάσιμη αφορμή, καθώς εναυστικά γι’ αυτό γεγονότα δεν είχαν πάψει ποτέ. Αγορές κτημάτων επί Τουρκοκρατίας όπως λ.χ. του Αιανιώτη ιερέα Κωνσταντίνου Κακάλα ή Μπουνόβα, που είχε αποκτήσει 300 στρέμματα στο χωριό Κρόκος δίνοντας έναν τρουβά λίρες για καπάρο, συνδυάζονταν με φήμες για θαμμένο χρυσάφι στα όρη Καμβούνια από συναδέλφους του ληστή Φώτη Γιαγκούλα κατά τη δεκαετία του 1920.

Όταν ο, εν Θεσσαλονίκη παρεγγονός του παπα-Κώστα, Χρήστος Μανώλης ή Μπουνόβας σε μια ξαφνική επίσκεψη στην Αιανή την Άνοιξη του 1937 πλήρωσε δύο νεολαίους να σκάψουν σε θέση της Ράχης Τσέικα και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να μοιράζει χρήμα σε οικογένειες του ίδιου χωριού, οι κουβέντες για λίρες και θησαυρούς απέκτησαν ισχύ ντοκουμέντων κι επεκτάθηκαν σ΄ όλην την επαρχία.

Ανύποπτες κρύπτες

Εξαθλιωμένοι ποιμένες κι αγρότες ονειρεύονταν το πολύ χρήμα χωρίς ποτέ να το δουν στην πραγματικότητα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με υπέρπλουτους εμπόρους της Κοζάνης, που κολυμπούσαν. Ο βομβαρδισμός της πόλης στις 10 Απρίλη 1941 από γερμανικά αεροπλάνα ανατάραξε τους κατοίκους και προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα φυγής προς τα χωριά. Προτού εγκαταλείψουν τα σπίτια πήραν μαζί ή έθαψαν σε αυλές και κήπους χρήματα. Η γυναίκα μεγαλοχρηματιστή έκρυψε «στουν αναγκαίου» (αφεδρώνα) χρήματα, έραψε στο φουστάνι της όσες λίρες μπορούσε να σηκώσει και μοίρασε τις υπόλοιπες – μάλλον για μεταφορά – σε έμπιστή της οικογένεια κατευθυνόμενη μαζί της προς τον απόμακρο κάπως οικισμό Ροδιανή. Οι προληπτικές αυτές ενέργειες έσωσαν αρκετές περιουσίες, καθώς οι επιτιθέμενοι Γερμανοί, ορθότερα εναπομείναντες στην πόλη τολμηροί Κοζανίτες, έμπαιναν σ΄ όλα τα άδεια από τους ενοίκους σπίτια και καταστήματα δανειζόμενοι χωρίς να ρωτήσουν υλικά αγαθά, από αυγά ως κοστούμια.

Εκτυπωτική μανία

Την ίδια μέρα άδειασαν τα χρηματοκιβώτια της Εθνικής Τράπεζας στην Κοζάνη και της αντίστοιχης των Αθηνών στα Γρεβενά. Το περιεχόμενό τους μεταφέρθηκε στην Αθήνα κι έπειτα στο Κάιρο. Για να αντισταθμίσει την έλλειψη χρήματος η διάδοχη Ελληνική Πολιτεία, έθεσε στην κυκλοφορία χαρτονομίσματα των 50, 100, 500 και 1000 δραχμών που είχαν τρυπηθεί κι ακυρωθεί. Ταυτόχρονα, τα ολοκαίνουργια τραπεζογραμμάτια των 100 δραχμών μετατράπηκαν στο τυπογραφείο σε 1000 πριν βγουν στη συναλλαγή.

Προς τα τέλη του 1941 τυπώθηκαν χιλιάρικα με το Μέγα Αλέξανδρο κι οπισθότυπο τους καταρράκτες τις Έδεσσας, κίνηση προφανέστατη για να πληγεί και οπτικώς κάθε επιρροή Βουλγάρων στον σλαβόφωνο πληθυσμό της επαρχίας Εορδαίας και της υπόλοιπης Μακεδονίας. Η αγορά ενισχύθηκε και με μάρκα κατοχής, ειδικά δηλαδή χαρτονομίσματα με την επιγραφή Hauptvervaltung der Reihskreditkassen (Γενική Επιστασία Κρατικού Ταμείου Πίστεως), με τα οποία πλήρωναν οι Γερμανοί στρατιώτες.

Στον χορό μπήκαν και οι Ιταλοί τυπώνοντας δικές τους αντίστοιχα δραχμές με το σήμα Μεσόγειον Ταμείον Πίστεως δια την Ελλάδα
. Κυκλοφορούσαν μόνον στις περιοχές Γρεβενών, Βοΐου και Βεντζίων, αφού οι Γερμανοί απαγόρευαν την εισροή τους στην Κοζάνη και την Εορδαία.

Στην δε ανατολική Μακεδονία όπου ο εκβουλγαρισμός ήταν πλήρης, επίσημο νόμισμα ήταν το λέβα, το οποίο έφτανε κάποτε μέσω πρακτόρων της βουλγαρικής λέσχης σε σλαβόφωνα χωριά της Εορδαίας.

Χωρίς όμως να τα δέχεται προς ανταλλαγήν η Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ως την άνοιξη του 1945.

Η συνεχής υποτίμηση του κρατικού νομίσματος και η υπεραφθονία των τραπεζογραμματίων που αφειδώς έκοβαν οι κατακτητές κλόνισε την ανταλλακτική αξία πολύ πριν εμφανιστούν στη σκηνή οι αγγλικές λίρες.

Ήδη από τις αρχές του 1943 ελάχιστοι εργάτες των μεταλλείων χρωμίου στο Χρώμιο ή τη Ροδιανή προτιμούσαν να πληρώνονται σε ρευστό κι όχι σε τρόφιμα, ενώ με βαριά καρδιά και κάτω από σκληρή πίεση οι κρεοπώλες και οι μανάβηδες της Κοζάνης πούλησαν στους διερχόμενους Ιταλούς κρέας και λαχανικά το Μάρτη του ιδίου έτους, όταν οι δεύτεροι κατευθύνονταν εκδικητικά προς τα Γρεβενά, γεμίζοντας τις τσέπες τους ανάξιες λιρέτες. Ο πληθωρισμός ανέβαινε ταχύτατα. Όταν ο αποθηκάριος τροφίμων στα μεταλλεία Μουτσιάρας Ροδιανής Γρηγόρης Καλλιανιώτης πληρώθηκε 350 εκατομμύρια, τον τελευταίο μισθό του τον Αύγουστο του 1944, αγόρασε μ΄ αυτόν έναν αλουμινένιο αναπτήρα, περισσότερο ως ιλαροτραγικό ενθύμιο παρά σαν αναγκαία επένδυση ενός νεαρού καπνιστή.

Το χρυσό τζιπ

Τέλη Μαρτίου 1941 το λεκανοπέδιο γέμισε Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Σιχ Ινδούς στρατιώτες, που προετοιμάζονταν για στατική άμυνα εναντίον των Γερμανών στα όρη Καμβούνια και Μπούρινο, έχοντας μαζί τους και λίρες για τον επιτόπιο ανεφοδιασμό τους. Ο σκληρός αγώνας τους στα υψώματα Μπρουσιάνα και Μαύρη Ράχη, οι κανονιοβολισμοί, οι βομβαρδισμοί, τα άρματα μάχης και, όταν έληξε η σύγκρουση, ο πλουσιότατος παρατημένος εξοπλισμός τους στη βόρεια πλευρά του Αλιάκμονα, γεγονότα απροσμένως μεγάλα για την τοπική μικροκλίμακα, γέννησαν στον πολύ κόσμο φήμες για ένα χρυσό τζιπ, όχημα δηλαδή φορτωμένο με λίρες που, επειδή δεν μπορούσε να διαφύγει, απεκρύβη στην περιοχή. Κάπου μεταξύ των θέσεων Πόρτες Σερβίων και του απόκρημνου φαραγγιού ονόματι Χάβος ΒΑ του χωριού Προσήλιου.

Αυτό όμως που τις θέριεψε, κρατώντας τες ζωντανές ως σήμερα ήταν η εμφάνιση των Άγγλων συνδέσμων στο Αγίασμα Βοΐου και τα κιβωτίδια με χρυσό που έπεφταν από τον ουρανό μαζί τους.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Θανάση Καλλιανιώτη εδώ.