Το καλοκαίρι τα παγωμένα αναψυκτικά και οι χυμοί φρούτων καταναλώνονται περισσότερο σε σχέση με το χειμώνα. Εννοείται ότι πρέπει να προτιμάμε τους φυσικούς χυμούς και βέβαια όχι αυτούς του εμπορίου που μόνο φυσικοί δεν είναι. Τους χυμούς μπορούμε να τους παρασκευάζουμε στύβοντας ή βάζοντας στο μπλέντερ τα φρούτα της εποχής που αγοράσαμε από το μανάβη και τη λαϊκή αγορά. Τώρα πόσο υγιεινά είναι τα φρούτα του εμπορίου εξαιτίας των λιπασμάτων, ραντισμάτων κλπ, είναι ένα ζήτημα που δεν θα μας απασχολήσει στην παρούσα ανάρτηση, το θέμα της οποίας είναι τι είδους αναψυκτικά ή δροσιστικά ποτά κατανάλωναν προπολεμικά και μεταπολεμικά οι κάτοικοι της περιοχής μας.
Τις πληροφορίες αντλώ από το βιβλίο “Γεύσεις από παλιά Κοζάνη” των Μ. Τσικριτζή και Φ. Φτάκα, καθώς και από προσωπικές μνήμες. Διαβάζω στο βιβλίο ότι η Κοζάνη ήταν μια περιοχή με 7-8 μήνες χειμώνα και δροσερά καλοκαίρια και επομένως τα δροσιστικά ποτά δεν ήταν απαραίτητα. Συγχρόνως τα περιορισμένα οικονομικά των πολλών κατοίκων δεν επέτρεπαν την αγορά φρούτων για παρασκευή χυμών παρά μόνον αν ήσουν άρρωστος, Τότε εξασφαλίζονταν κάποια πορτοκάλια ή λεμόνια για να σου στύψουν χυμούς που βοηθούσαν στην ανάρρωση. Για να βοηθήσουν τα παιδιά που είχαν πυρετό ή κάποιες εξανθηματικές νόσους οι γυναίκες παρασκεύαζαν κι ένα άλλο ποτό από τα μαύρα μούρα που αφθονούσαν στην περιοχή. Έβραζαν τον καρπό με ζάχαρη και νερό και στη συνέχεια έπαιρναν το σιρόπι το οποίο αραίωναν με δροσερό νερό. Το ίδιο έκαναν και με το ξινό πετιμέζι, δηλ. το βρασμένο μούστο, που τον αραίωναν με νερό και ανακούφιζε από την κάψα της “θερμασιάς” (τον πυρετό). Για τον ίδιο λόγο παρασκεύαζαν και βυσσινάδα.
Όμως μόνον οι ασθενείς έπιναν κάποιο χυμό ή δροσιστικό ρόφημα; Όχι βέβαια, ο ασθενής προηγούνταν, αλλά καθώς οι βυσσινιές αφθονούσαν στην περιοχή οι νοικοκυρές προς το τέλος της άνοιξης φρόντιζαν να φτιάχνουν βύσσινο γλυκό του κουταλιού προσθέτοντας σ’ αυτό περισσότερη ζάχαρη και νερό, ώστε να περισσεύει μπόλικο σιρόπι για τις βυσσινάδες του καλοκαιριού. Το δροσιστικό αυτό ποτό ήταν πολύ διαδεδομένο προπολεμικά και μεταπολεμικά στην περιοχή. Επιβίωσε ως συνήθεια μέχρι και τη δεκαετία του ’60 και έκτοτε σπάνια παρασκευάζεται μ’ αυτό τον τρόπο βυσσινάδα από κάποια νοικοκυρά.
Σε περίπτωση βαρυστομαχιάς το πιο πρόχειρο αντίδοτο ήταν η φυσική λεμονάδα ή λόγω στενότητας από λεμόνι “του ζου” και λίγη σόδα φαγητού. Μεταπολεμικά άρχισαν να καταναλώνονται και οι γκαζόζες, οι σουρωτές και σταδιακά και όλα τα άλλα αναψυκτικά, κυρίως πορτοκαλάδες και λεμονάδες με ανθρακικό και αρκετά αργότερα οι Coca Cola, Pepsi Cola, Sprite, Lipton κλπ “υγιεινά ποτά”.
Το καλοκαίρι ένα ακόμα δροσιστικό έδεσμα των Κοζανιτών ήταν το τιρατόρι, ένα μείγμα από νερό, ξύδι, κοπανισμένο σκόρδο, αγγουράκι, λάδι, λίγο μαϊντανό, αλάτι (μερικές φορές πρόσθεταν λίγη ψίχα ψωμιού, λίγο κοπανισμένο καρύδι). Οπωσδήποτε το μείγμα ήταν υδαρές και καταναλωνόταν ιδιαίτερα στο “θέρο” και στα αλώνια για να ανακουφίζονται κάπως οι εργάτες από τη ζέστη. Φυσικά το τιρατόρι δημιουργούσε πρόβλημα δυσάρεστης αναπνοής, λόγω του σκόρδου, αλλά η ανάγκη για δροσιά λόγω του κάματου ή της ζέστης υπερίσχυε. Εξάλλου σ’ αυτές τις παλιότερες εποχές οι άνθρωποι φαίνεται να μην ήταν τόσο ευαίσθητοι σε τέτοιου είδους “προβλήματα”. Αναφορά στο τιρατόρι γίνεται και σε μια αστεία Κοζανίτικη ιστορία του Νάση Αλευρά με τίτλο “Οι Γουργόνις” (http://matinaal.blogspot.gr/2014/06/blog-post_8632.html)
Το φθινόπωρο – χειμώνα οι παλιοί Κοζανίτες δεν απαρνούνταν τον “αρμόζμουν” τον οποίο θεωρούσαν γευστικό, δροσιστικό και χωνευτικό ταυτόχρονα. Πρόκειται για το μείγμα νερού και αλατιού μέσα στο οποίο έμεναν για περίπου σαράντα μέρες τα λάχανα, ώστε να γίνουν τουρσί και να τυλιχτούν σ’ αυτά τα Χριστουγεννιάτικα γιαπράκια. Ο αρμόζμους τρώγονταν και παπάρα με “μπρουζιαλτζμένου” ψωμί και μπόλικο κόκκινο πιπέρι.
Από τη δεκαετία του ’70 και μετά οι νοικοκύρηδες άρχισαν να προμηθεύονται τα βιομηχανοποιημένα αναψυκτικά στα σπίτια τους με τα κασόνια κι έτσι συχνό ήταν το φαινόμενο να βλέπεις στις αυλές των σπιτιών κασόνια με άδεια μπουκάλια αναψυκτικών, τα οποία μόλις συμπληρώνονταν επιστρέφονταν στον προμηθευτή που φρόντιζε τόσο για την παραλαβή των άδειων μπουκαλιών όσο και για την προμήθεια της νέας παρτίδας.
Τότε επικράτησε κι ένα νέο παιχνίδι μεταξύ των παιδιών – εφήβων που λεγόταν τα “καπάκια” ή “ψυπακό” από την ονομασία μιας τοπικής μονάδας παραγωγής αναψυκτικών (ΨΥ.ΠΑ.ΚΟ. = Ψυγεία Παγοποιία Κοζάνης). Το παιχνίδι παιζόταν στο κράσπεδο των πεζοδρομίων. Ορίζονταν μια αφετηρία και ένα τέρμα που συνήθως εκτείνονταν στην πρόσοψη 2 – 3 μονοκατοικιών. Ορίζονταν επίσης και ο αριθμός από τα καπάκια αναψυκτικών που μπορούσαμε να έχουμε οι παίκτες, όλοι πάντως φέραμε τον ίδιο αριθμό. Φρόντιζες επίσης τα καπάκια σου να είναι λεία και ανεπηρέαστα από το ανοιχτήρι, σαν καινούργια, για να μην εξωκοίλουν εύκολα. Στόχος του παιχνιδιού ήταν να φτάσουν τα καπάκια σου πρώτα στο τέρμα και βέβαια να αφαιρέσεις από τον αντίπαλο όσα περισσότερα καπάκια μπορούσες. Αν το καπάκι σου χτυπούσε το καπάκι του αντιπάλου και το έριχνε από το κράσπεδο του πεζοδρομίου, τότε το κέρδιζες εσύ. Αν οι “βολές” σου δεν ήταν ευθείες και ομαλές και το καπάκι σου ξέφευγε από το κράσπεδο, τότε έπρεπε να ξεκινήσεις πάλι απ’ την αφετηρία, ακόμα κι αν ήθελες δυο μέτρα για να τερματίσεις. Θυμάμαι ώρες ατελείωτες να παίζω τα καπάκια και να μην συμμαζεύομαι στο σπίτι μου παρά τις φωνές της μάνας μου, που ήθελε να μας μάθει να κεντάμε και κανένα μαξιλάρι!
Τα αναψυκτικά είχαν επίσης την τιμητική τους στις οικογενειακές μαζώξεις, στις διάφορες γιορτές. Οι μεγάλοι τα έπιναν στο ποτήρι, αλλά εμείς τα παιδιά αν το γλέντι ήταν καλοκαιρινό και τα τραπεζώματα γίνονταν στην αυλή, πίναμε τη λεμονάδα ή την πορτοκαλάδα μας με το καλαμάκι από το μπουκάλι. Μερικές φορές κάναμε μπουρμπουλήθρες χύνοντας μέρος του αναψυκτικού στην αυλή ή στα ρούχα μας, αλλά όλα αυτά πολύ μας άρεσαν, γιατί όλα ήταν παιχνίδι, ξενοιασιά, γέλια και χαρά!
Σήμερα μου φαίνονται μακρινά, απορώ κι εγώ που τα θυμάμαι και στεναχωριέμαι που το παιδί μου δεν έπαιξε ανέμελα στις γειτονιές όπως εγώ. Δεν στεναχωριέμαι όμως καθόλου που δεν πίνουμε ή καλύτερα πίνουμε σπανιότατα αναψυκτικά, καθώς καθόλου καλά δεν είναι για την υγεία μας. Ιδιαίτερα αυτή η Coca Cola δυστυχώς έγινε το ποτό των νεαρών ηλικιών με όλες τις βλαβερές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την υγεία τους. Μάλιστα η εταιρεία έκλεισε αφήνοντας άνεργους εκατοντάδες υπαλλήλους της. Οι άνεργοι ζητούν να μποϊκοτάρουμε τα προϊόντα κι η συγκυρία είναι κατάλληλη για να εφαρμοστεί το τερπνόν (στήριξη των απολυμένων) μετά του ωφελίμου (υγεία).
Τα σπιτικά δροσερά ποτά είναι ό,τι καλύτερο και οι ιδέες πολλές και απολαυστικές. Μια τέτοια καλή ιδέα για ένα δροσιστικό ποτό είχε και η φίλη μου Κατερίνα Νάνου. Σας παραπέμπω (http://istografia.blogspot.gr/2014/07/safran.html) για τη συνταγή, σας προτείνω να το δοκιμάσετε και στην υγειά σας!
Από την Ματίνα Γκούτζιου και το αξιόλογο matinaal.blogspot.gr
Ανώνυμος
- Edit
μάλλον είσαι πολύ μικρότερη από εμένα για να μη αναφέρεις το ΤΑΜ ΤΑΜ και την παλια καλή ΕΨΑ
Ανώνυμος
- Edit
υπηρχε τοτε εψα στην κοζανη?
Ανώνυμος
- Edit
μεσα στα καπακια ριχναμε λιωμενο κερι για να εινα πιο βαρυ