Ασφαλιστικό – φορολογικό Ελλάδας: Εισφορές Σκανδιναβίας, παροχές Σουδάν



s7_020717_oikonomia-thumb-large

Στην Ελλάδα πληρώνουμε εισφορές σκανδιναβικής χώρας και λαμβάνουμε παροχές… τριτοκοσμικής. Η υπερφορολόγηση της εργασίας οδηγεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια στη μείωση των θέσεων εργασίας, την αύξηση της ανεργίας και στον δραματικό περιορισμό του εισοδήματος. Η μισθωτή εργασία συρρικνώνεται, ενώ οι τελευταίες παρεμβάσεις στις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων κρύβουν τον κίνδυνο της ερημοποίησης του παραγωγικού ιστού της χώρας, με αύξηση των «λουκέτων», καθώς και πολλαπλασιασμό των φαινομένων παράτυπης επιχειρηματικής δραστηριότητας, που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και οδηγεί σε μεγαλύτερη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Οι ειδικοί κρούουν των κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι εξαιτίας των υψηλών φόρων και εισφορών, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά περίπου 35% από το 2009, με άμεση συνέπεια στην αποταμίευση. Ακόμη και η πρόσκαιρη αύξηση της κατανάλωσης σε περιβάλλον υψηλών εισφορών και φόρων, εκτιμάται ότι οφείλεται κατά έναν βαθμό στην αύξηση της εισφοροδιαφυγής, παράλληλα με τη ρευστοποίηση περιουσίας και τη χρήση σωρευμένων αποταμιεύσεων. Μάλιστα, η κατάσταση στα φτωχότερα νοικοκυριά είναι αρκετά πιο επώδυνη.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του ΣΕΒ, βάσει των οποίων το 2009, με συνολικά εισοδήματα περίπου 221 δισ. ευρώ (172 δισ. ευρώ από μισθούς, αμοιβές και ενοίκια και 48 δισ. ευρώ από συντάξεις και επιδόματα), οι φόροι (13 δισ. ευρώ) και οι εισφορές (34 δισ. ευρώ) αντιπροσώπευαν το 5,9% και το 15,4%, αντιστοίχως, των συνολικών εισοδημάτων. Το 2016, με συνολικά εισοδήματα περίπου 154 δισ. ευρώ (115 δισ. ευρώ από μισθούς, αμοιβές και ενοίκια και 38 δισ. ευρώ από συντάξεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις), οι φόροι (11 δισ. ευρώ) και οι εισφορές (28 δισ. ευρώ) αντιπροσώπευαν το 7,1% και 18,2%, αντιστοίχως, των συνολικών εισοδημάτων. Ετσι, ενώ τα συνολικά εισοδήματα μειώθηκαν κατά 30,3%, το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε κατά -34,6%.

Τα παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά. Εργαζόμενος με μεικτές αποδοχές 1.100 ευρώ λαμβάνει καθαρά στην τσέπη 869 ευρώ, ενώ το κράτος για εισφορές ΕΦΚΑ εργαζόμενου και εργοδότη, φόρο μισθωτών υπηρεσιών (ΦΜΥ) και έκτακτη εισφορά εισπράττει πάνω από 500 ευρώ, δηλαδή περισσότερο από το 1/3 του συνολικού κόστους. Αντίστοιχα, για εργαζόμενο με μεικτές αποδοχές 2.500 ευρώ, το κράτος εισπράττει τουλάχιστον το 46% (1.434 ευρώ), με αποτέλεσμα στην τσέπη του ο υψηλόμισθος σήμερα εργαζόμενος να λαμβάνει 1.680 ευρώ καθαρά. Για μεικτές αποδοχές 3.500 ευρώ, το μερίδιο του κράτους ανεβαίνει στο 50,8% και για 5.000 στο 55,4%.

Το «χτύπημα» στους ελεύθερους επαγγελματίες ήρθε το 2017 και αναμένεται να διευρυνθεί τα επόμενα χρόνια. Η αρχή έγινε με τον νόμο Κατρούγκαλου, καθώς αυτοαπασχολούμενοι, επιστήμονες, επαγγελματίες και αγρότες κλήθηκαν να πληρώσουν εισφορές από 26,95% έως και 37,95% του εισοδήματός τους, κατατάσσοντας την Ελλάδα δεύτερη στην Ευρώπη, μετά τη Γαλλία, όσον αφορά το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών. Ενώ, δηλαδή, στην υπόλοιπη Ευρώπη τα συστήματα ασφάλισης στηρίζουν την επιχειρηματικότητα –σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημα τόσο μικρότερος είναι ο συντελεστής υπολογισμού των εισφορών–, στη χώρα μας η επιχειρηματικότητα «τιμωρείται» και, μάλιστα, με ένα πρόχειρο και δύσκολο στην εφαρμογή σύστημα. Το οποίο επιδεινώνεται από τον επόμενο χρόνο, καθώς με πρόσχημα την επίτευξη βιωσιμότητας του ασφαλιστικού και τη βελτίωση της εισπραξιμότητας του νέου συστήματος, και παρά τις αιτιάσεις όλων των παραγωγικών φορέων για τις υπέρογκες επιβαρύνσεις του ασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου στα μεσαία εισοδήματα, κυβέρνηση και θεσμοί αποφάσισαν με την πρόσφατη ψήφιση των προαπαιτούμενων της β΄ αξιολόγησης να διευρύνουν τη βάση υπολογισμού των εισφορών, συνυπολογίζοντας στο εισόδημα και τις εισφορές του προηγούμενου χρόνου.

Η έμμεση αυτή αύξηση των ασφαλίστρων για χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες ανατρέπει τους μέχρι σήμερα σχεδιασμούς τους, και δημιουργεί νέες επιβαρύνσεις σε σχέση με τις εισφορές του 2017, που μεσοσταθμικά εκτιμώνται σε 18% και 37% για το 2018 και 2019, αντιστοίχως.

Ειδικά από τον Ιανουάριο του 2019 που χάνεται η έκπτωση (15%) του 2018, η νέα επιβάρυνση για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΑΕΕ μπορεί να αγγίξει και το 28% συγκριτικά με το τι θα πλήρωναν βάσει του σημερινού συστήματος. Αναλυτικά, οι αυξήσεις υπολογίζονται από 4,6% έως και 27,95%, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις είναι άνω του 25%, πάντα με την παραδοχή πως το εισόδημα παραμένει σταθερό. Για το 2018, οι επιβαρύνσεις μετριάζονται στο 5% έως 14%. Διασώζονται όσοι έχουν κέρδη άνω των 85.000 ευρώ λόγω του ότι υπερβαίνουν ήδη το ανώτατο όριο. Ειδικά για τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες, οι οποίοι πληρώνουν μεγαλύτερες εισφορές ποσοστιαία –έως και 37,95%– λόγω επικούρησης και εφάπαξ, η επιβάρυνση μπορεί σε ακραίες περιπτώσεις να αγγίξει και το 45%.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι επιπλέον επιβάρυνση θα δουν όσοι δηλώνουν καθαρό φορολογητέο εισόδημα προ φόρου 6.000 – 7.000 ευρώ, καθώς θα βγουν από το προστατευτικό πλέγμα των 7.032 ευρώ και θα καταβάλουν υψηλότερες από το κατώτατο ποσό εισφορές. Αντίστοιχη επιβάρυνση αναμένεται και για εισοδήματα από 8.000 έως 20.000 ευρώ, καθώς με την προσθήκη των εισφορών θα ανέβουν κλίμακα.

Πηγή: Καθημερινή

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.