O στόχος της 21ης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα στο Παρίσι είναι φιλόδοξος, μα πλέον είναι πολύ αργά για να είμαστε απαισιόδοξοι. Πρέπει να δράσουμε και, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, ελπίζω πως θα δράσουμε.
Το επείγον του προβλήματος έχει ήδη αρχίσει να γίνεται κατανοητό. Ενδεικτικά, στο Παρίσι ακόμα και η σκληροτράχηλη σε τέτοια θέματα, Ινδία, ανακοίνωσε μια διεθνή ηλιακή συμμαχία σε συνεργασία με τη Γαλλία προκειμένου να υποστηρίξει ενεργειακά αναπτυσσόμενες χώρες που το έχουν ανάγκη. Άλλωστε, πέραν της περιβαλλοντικής υπόστασης του προβλήματος, μέχρι το 2050 οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 200 εκ. ανθρώπων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που θα προκαλέσουν αυτές οι μετακινήσεις.
Αναπόδραστα λοιπόν, είτε άμεσα είτε λίγο αργότερα, μία νέα οικουμενική κουλτούρα που ήδη βρίσκεται υπό διαμόρφωση θα είναι γεγονός, και θα έχει να κάνει με τη χρηστή χρήση πόρων αλλά και με τα όρια του επιτρεπόμενου περιβαλλοντικού αποτυπώματος των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων.
Δυστυχώς η χώρα μας δεν ανήκει στους πρωτοπόρους, σε αυτούς που συνδιαμορφώνουν τη νέα αυτή αντίληψη. Τουναντίον. Στον τόπο που η περιβαλλοντική προσέγγιση της πολιτικής δεν κατάφερε παρά να εκφραστεί μονάχα σαν ένα επικοινωνιακό τρικ προς άγρα ψήφων, όχι μόνο απέχουμε από τη χρηστή χρήση των φυσικών μας πόρων, αλλά αδυνατούμε ακόμα και να την προσδιορίσουμε.
Δείτε για παράδειγμα τον λιγνίτη. Με βάση τον ελληνικό μεταλλευτικό κώδικα, θα έπρεπε κανονικά να δημοπρατείται. Αντί αυτού, το Ελληνικό κράτος έχει παραχωρήσει στη ΔΕΗ Α.Ε. το δικαίωμα εκμετάλλευσης των λιγνιτικών κοιτασμάτων δωρεάν. Μάλιστα, μετά τη μετοχοποίηση της εταιρείας οι ιδιώτες μέτοχοι απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω σε φυσικούς πόρους, που δυσχεραίνουν την άρση της δωρεάν παραχώρησης.
Έτσι όμως δεν ορίζεται με κανέναν τρόπο το ποιά οφέλη θα έπρεπε ο τόπος μας να προσδοκά από την εκμετάλλευση των πόρων αυτών. Δεν αρκεί να λένε οι διορισμένες διοικήσεις και τα συνδικάτα ότι υπάρχουν ισοσκελισμένοι απολογισμοί για να θεωρείται ότι η χρήση των πόρων είναι χρηστή και συμφέρουσα.
Δηλαδή αν μία εταιρεία που κάνει χρήση εθνικών πόρων δεν εμφανίζει στα έξοδά της ένα Χ ποσό που θα όφειλε να δώσει για την πρόσβαση στους πόρους αυτούς (συνυπολογίζοντας και το περίφημο εξωτερικό κόστος) και στη συνέχεια μοιράζει πιθανά πλασματικά κέρδη σε φίλους, οικείους και ημετέρους ή σε μικροπολιτικές δημόσιες σχέσεις, ισοσκελίζοντας έτσι την τελική διαφορά, πρέπει η κοινωνία να είναι ευχαριστημένη; Όχι φυσικά.
Η σημερινή λογική του υφιστάμενου ανταποδοτικού τέλους, του λεγόμενου τοπικού πόρου ανάπτυξης, ή των απαλλοτριώσεων για τους λίγους, τα εδάφη των οποίων κατέλαβε η ΔΕΗ Α.Ε., αφορούν άλλα πράγματα. Το πρώτο λειτουργεί ως «αντάλλαγμα» για την ατμοσφαιρική ρύπανση (μπορεί να υπάρξει τέτοιο;) ενώ το δεύτερο αφορά εκτάσεις γης κι όχι εκμετάλλευση ορυκτών και πόρων που δε γνωρίζουν όρια, όπως οι υδάτινοι.
Βέβαια δεν πρέπει να υποτιμάμε πως η περιοχή μας, την ίδια στιγμή που βιώνει μια πρωτοφανή περιβαλλοντική υποβάθμιση, είναι εδώ και χρόνια εγκλωβισμένη σε ένα μονοδιάστατο παραγωγικό μοντέλο από το οποίο δεν είναι εύκολο να απαγκιστρωθεί. Ίσως αυτό να μη χρειάζεται κιόλας, η ενεργειακή μας κουλτούρα είναι ένα άυλο αλλά ωστόσο σημαντικό κεφάλαιο.
Η διατήρηση του μοντέλου όμως προϋποθέτει διάθεση προσαρμογής της τοπικής ενεργειακής βιομηχανίας στα νέα δεδομένα. Προϋποθέτει να κατανοήσουμε ότι η καύση λιγνίτη αν όχι ήδη, σύντομα θα κρίνεται ως ασύμφορη. Τα τρικ θα εξαντληθούν. Το δε επιχείρημα της επάρκειας λιγνιτικών κοιτασμάτων για άλλα 50, 100 ή 500 χρόνια κρίνεται ως απόλυτα έωλο. Και η λίθινη εποχή τελείωσε, όχι όμως επειδή τελείωσαν οι πέτρες.
Οι νέες τεχνολογίες σε συνδυασμό με τα τσουχτερά πρόστιμα για τους παραγόμενους ρύπους θα δημιουργήσουν ένα μείγμα συνθηκών μη διαχειρίσιμο κι εκεί πρέπει να βρεθεί ένας σχεδιασμός έτοιμος προς υλοποίηση που ήδη όφειλε να υπάρχει και θα προσέγγιζε και πάλι την περιοχή σαν ενεργειακό ομφαλό της χώρας. Αυτή τη φορά όμως μέσα από παραγόμενη ενέργεια διαφορετικής προέλευσης, καθαρότερης προέλευσης, οικονομικότερης προέλευσης. Επιλογές υπάρχουν, ενδεικτικά θυμίζω την πρόταση για κατασκευή βιομηχανίας εξοπλισμού ανανεώσιμων πηγών στην περιοχή. Αν αναζητηθούν θα μπορέσουν να προκύψουν κι άλλες προτάσεις.
Αυτά όμως προαπαιτούν αφενός ένα νομικό πλαίσιο από το Ελληνικό κράτος που δημιουργεί κίνητρα για όλα τα παραπάνω αλλά και διάθεση από τους τοπικούς και πολιτικούς φορείς να κατανοήσουν την πραγματικότητα, στρέφοντας τη ματιά τους και πέραν του τέλους της θητείας τους. Πέραν τις ιδιοτέλειας του δικού τους, βραχυπρόθεσμου ρόλου.
Το πλέον στενάχωρο είναι πως όλα αυτά (δεν) διαδραματίζονται στις πλάτες μας με φόντο εδάφη που θα μπορούσαν να φέρουν πρωτογενή παραγωγή, υδροφόρους ορίζοντες που κατασπαταλούνται, εκτάσεις που δεν αποκαθίστανται όπως και όποτε πρέπει και δεν επαναποδίδονται στις τοπικές κοινωνίες όπως και όποτε πρέπει. Κι έναν αέρα για ν’ ανασάνεις, εξαιρετικά επιβαρυμένο. Δύο νομοί που «λαμπαδιάζονται» καθημερινά για να φωτιστούν όλοι οι άλλοι.
Ξεχάσαμε βλέπετε το πιο σημαντικό: πως τον τόπο μας δεν τον κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας, αλλά τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας.
Ο Νικόλας Μάστορας Γκουλέμας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κοζάνη ανάμεσα σε μία ομάδα Προσκόπων και σε αυλές σχολείων με μία μπάλα στο χέρι.
Τα καλοκαίρια έβαζε βενζίνη στο πρατήριο του πατέρα του μέχρι τα 18 του οπότε και έφυγε για σπουδές. Μετά από μία 10ετή περιπλάνηση ανάμεσα σε σχολές, πτυχία, θεατρικά εργαστήρια και λογιών λογιών εργασίες, επέστρεψε στην Κοζάνη στην οποία πλέον κατοικεί και επιχειρεί.