Αποχαιρετισμός στο «Κλαψόδεντρο»…



Πριν λίγες μέρες μιλώντας με έναν φίλο, μου είπε για το “Κλαψόδεντρο”. Ψάχνοντας βρήκα το τι είναι το αυτό το δέντρο. Είναι του αποχωρισμού το δέντρο, της ξενιτιάς ,είτε αυτή είναι μόνιμη, όπως συνηθίζαμε να λέμε  “έφυγε για πάντα στην Αυστραλία, Αμερική, Γερμανία… ” είτε είχε να κάνει με το “φευγιό των μαστόρων”.

Βέβαια η εποχή στην οποία αναφερόμαστε έχει να κάνει περισσότερο με  την άνοιξη , τότε που οι  μαστόροι της πέτρας ήταν έτοιμοι για το ταξίδι, και να γυρίσουν πίσω το φθινόπωρο, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει επίσης σχέση και με το φθινόπωρο , που οι μόνιμα ξενιτεμένοι μας τελειώνοντας τις καλοκαιρινές τους διακοπές του Αυγούστου, γυρνάνε πίσω, εκεί που εδώ και χρόνια έχει γίνει η δεύτερη πατρίδα τους.

Ας δούμε λοιπόν δύο αποσπάσματα, για το πώς βίωναν οι κάτοικοι τούτου εδώ του τόπου εκείνη την εποχή τον Αποχωρισμό.

 
Το καψάλισμα των μαστόρων (η αναχώρηση)
 

Άνοιξη στα μαστοροχώρια  της Ανασελίτσας. Οι μαστόροι της πέτρας έτοιμοι για το ταξίδι, τα μπουλούκια κανονισμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εποχή του …«διώχνω»…

Τούτη η προσωποποίηση της ξενιτιάς, αλλά κι όλα τα δρώμενα της αναχώρησης, τα αμέτρητα ξόρκια και φυλακτά στο ξεπροβόδισμα, ο αποχαιρετισμός στο «Κλαψόδεντρο», φανερώνουν πόσο επώδυνα βίωσαν το συγκεκριμένο γεγονός, το «φευγιό για δουλειά», όλα τα μαστοροχώρια, πόσο αναστάτωσε και σημάδεψε τις μικρές τους κοινωνίες …

“Οι μαστόροι έφευγαν από το χωριό μας  την Άνοιξη, κυρίως μετά το Πάσχα, παρέες-παρέες με τα ζώα τους, αλλά και τις πιο πολλές φορές, αν οι αποστάσεις ήταν κοντινές και πεζοί. Το καψάλισμα των μαστόρων, ήταν ίσως από τα πιο σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο για  τη ζωή τους, αλλά και για το χωριό. Από τη μια μεριά, αποχωρίζονταν τους δικούς τους, τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, απ’ την άλλη, είχαν την αγωνία και την αβεβαιότητα, που θα πάνε και αν θα βρουν δουλειά. Βέβαια οι συμφωνίες κλείνονταν από πιο νωρίς, μπορεί και από την προηγούμενη χρονιά, σε πιο τόπο θα πάνε, παρ’ όλα αυτά, δεν ξέρανε τι θα αντιμετωπίσουν εκεί που πάνε. Από αυτούς, μερικοί θα γύριζαν το καλοκαίρι, για το  πανηγύρι του χωριού. Οι περισσότεροι όμως θα γύριζαν το Φθινόπωρο, να ξεχειμωνιάσουν στο χωριό και να ξαναφύγουν και πάλι την Άνοιξη.
 
Από βραδύς, στα σπίτια των μαστόρων που θα έφευγαν, στρωνόταν μεγάλο τραπέζι με την οικογένεια όλη, ερχόταν και άλλοι συγγενείς και γινόταν ένα μικρό γλέντι. Με το χάραμα, συγκεντρωνόταν όλοι στην πλατεία για να πάρουν το δρόμο. Οι συγγενείς τους, αλλά και όλοι οι χωριανοί που θα μένανε στο χωριό, τους «ξεπροβοδούσαν», τους συνόδευαν μέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, δύο περίπου χιλιόμετρα από το χωριό. Εκεί ήταν το δικό μας «κλαψόδεντρο», ένα μεγάλο δέντρο, που όλα αυτά τα χρόνια έστεκε εκεί για να βλέπει τον αποχωρισμό των μαστόρων από τους δικούς του και τις οικογένειες τους. Μετά το ξεπροβόδισμα, οι γυναίκες γυρνώντας πίσω, έκοβαν μερικά κλαδιά από το δέντρο και τα βάζανε στην εξώπορτα (ίσως μέχρι να μαραθούν να ξανάρθουν). Ίσως να δείχνουν όλα αυτά, λίγο μελοδραματικά. Δεν ήταν τότε έτσι, ήταν η πραγματικότητα, η ζωή τους. Δεν κάνανε κάτι για να εντυπωσιάσουν κάποιον, αλλά γιατί έτσι αισθανόταν.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, μιλάμε για εποχές δύσκολες για τον τόπο μας, μιλάμε για την περίοδο από το 1840 μέχρι τη δεκαετία του 1950. Σκλαβιά, πόλεμοι και το ταξίδι αυτό, ήταν αν όχι αβέβαιο, παρακινδυνευμένο”.

του Μάκη Κουτσονίκου
Προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίου Κοσμά

Το “κλαψόδεντρο”
 

Νωρίτερα, είχαν πάει όλοι μαζί στο “κλαψόδεντρο”, στην τοποθεσία Τσούκα, για να κλάψουν με την ησυχία τους και να αποχαιρετιστούν. Η μάνα είχε ανοίξει την παλάμη του γιού της και είχε βάλει μέσα μια-δύο δραχμούλες, που ο μικρός έριξε πάνω στα χορτάρια, “για να αυγατίσουν σαν τα χορτάρια”. Ο μεσαίος γιος, νιόπαντρος ακόμη, κρυμμένος πίσω από το “κλαψόδεντρο” με τη γυναίκα του, να την ασπαστεί, χωρίς να τον δουν οι “μεγάλοι”…

Από το tovoion.com

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.