Ο Σιατιστινός Μακεδονομάχος Παύλος Νεράντζης ή Καπετάν Περδίκας – 100 χρόνια απο το θάνατό του 1911 – 2011



 

Η Σιάτιστα συνέβαλε με ποικίλη προσφορά στον Μακεδονικό Αγώνα, θυσίασε έμψυχο και άψυχο υλικό, γιατί ο Μακεδονικός αγώνας ηταν μία περίοδος μεστή γεγονότων για τη νεώτερη ιστορία της χώρας μας.
Ολοι αυτοί που γενναία πρόσφεραν την ύπαρξή τους εδώ σ’ αυτή τη γη δεν θα ξεχαστούν , γιατί συπλήρωσαν το μωσαικό μιας σπάνιας ανδρείας.
Ενας απ’ αυτους ήταν και ο Σιατιστινός Μακεδονομάχος Παύλος Νεράντζης ή Καπετάν Περδίκας ή Κόκκινος, γιατί είχε κόμη, μοστάκι και γένεια κατακόκκινα. Ο Περδίκας ήταν απο τους πρώτους που παρέσυρε στην ιλιγγιώδη δίνη του ο Μακεδονικός αγώνας. Το ρεύμα που πήγασε απ’ το μνήμα του Παύλου Μελά. Σ’ όλο το διάστημα της ζωής του παρέμεινε πιστός στα ιδανικά της πατρίδας και στις προτροπές του μεγάλου εκεινου άνδρα. Υπήρξε γνήσιο τέκνο της Σιάτιστας.
Πελώριος στο ανάστημα και την ψυχή. Πριν καταταγεί στον Μακεδονικό αγώνα, όπου διέπρεψε, ήταν δερματέμπορος στη Θεσ/νίκη και στα Τρίκαλα και έφερε το όνομα Παύλος Νεράντζης. Δερματέμπορος της Θεσσαλίας και καλός νοικοκύρης ο άνθρωπος αυτός, άφησε τα κέρδη και άνεση και καλοπέραση για να γίνει αρχηγός στα βουνά της Μακεδονίας. Οταν άρχισε τον αγώνα απέβαλε τον παλιό  του εαυτό και το όνομά του και πήρε το πολεμικό Παύλος Περδίκας. Με το όνομα αυτό στα Τρίκαλα κατάρτισε σώμα απο 10 Σιατιστινούς και την άνοιξη του 1905 εμφανίστηκε στα Κορέστια και στα Καστανοχώρια. Απο κεί στις αρχές του Αυγούστου 1905 το σώμα του Καπετάν Περδίκα προσώρησε προς την Περιφέρεια Καστοριάς και απο την Κλεισούρα της Μακεδονίας πήγε στη Βλάστη, όπου έδωσε μάχη στις 6 Αυγούστου με τουρκικό απόσπασμα .
Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος και άλλα ελληνικά ανταρτικά σώματα με αρχηγούς τον Μανώλη Σωτηριάδη ή Καπετάν Τρομάρα και τον Ηλία  Κούντουρα ή Καπεταν Φαρμάκη στο βουνό Μουρίκι  της Βλάστης. Στη συνέχεια τα σώματα ενωμένα πια επιτέθηκαν κατα πολυάριθμης βουλγαρικής συμμορίας, η οποία κρυβόταν στο δάσος της Βουλγαροβλάστης. Κατα τη μάχη εκείνη τα ηρωικά παλικάρια πολέμησαν με γεναιότητα εναντίον των Βουλγάρων, απ’ τους οποίους φονεύτηκαν πολλοί.
Κατα την πανωλεθρία αυτή οι βούλγαροι αναγκάστηκαν να ειδοποιήσουν τον τουρκικό στρατό, για να σπεύσει σε ενίσχυσή τους. Κατα την συμπλοκή τουρκικών και ελληνικών σωμάτων σκοτώθηκαν 8-10 άνδρες  των ελληνικών σωμάτων. Μετά την μάχη, τα σώματα του Καπετάν Περδίκα και των συναδέλφων του κατέφυγαν στο Μορίχοβο και ο Κ. Ντόγρας κατευθύνθηκε στη Σιάτιστα, όπου έξω απ’ αυτήν παρέλαβε όλα τα πολεμοφόδια και τα μετέφερε στην περιφέρεια Φλώρινας, στο χωριό Μπελκαμένη (που μετονομάστηκε  Δροσοπηγή). Εκεί βρισκόταν σώμα βουλγάρων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα γύρω χωριά σαν ορμητήρια κατά της επιθέσεώς τους εναντίον των Ελλήνων και των Ελληνικών σωμάτων.
Τα Ελληνικά σώματα που βρίσκονταν εκεί εδιναν θάρρος στους Ελληνες κατοίκους μέχρι της ανακηρύξεώς του Τουρκικού συντάγματος που έδωσε αμνηστεία  στα ένοπλα σώματα, αλλά απο τον Ιούλιο του 1908 άρχισαν μυστικά την εξόντωση των πρωταγωνιστών για να απαλλαγούν απο τις μετέπειτα ενοχλήσεις τους. Ετσι τα αντάρτικα τμήματα άρχισαν σιγά σιγά να διαλύονται και να καταθέτουν τα όπλα. Μετά την αμνηστεία αυτήν ο Καπετάν Περδίκας πήγε στο Μοναστήρι , όπου οι Τούρκοι τον υποδέχθηκαν θερμά, όπως όλους τους αγωνιστές. Απο το Μοναστήρι ο Περδίκας ήρθε στο Αργος Ορεστικό (Χρούπιστα) και άνοιξε κατάστημα δερμάτων. Οι Τούρκοι όμως τον υποψιάζονταν και με τελεσίγραφο τον αναγκασαν να ξαναγυρίσει στη Σιάτιστα χωρίς καμία αποζημίωση. Οι ενέργειες και τα παράπονα που έκαναν στο Νομάρχη δεν τελεσφόρησαν. Ηρθε λοιπόν στη Σιάτιστα και παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα τις κινήσεις των νεοτούρκων, ενίσχυε με την παληκαριά του τη Μητρόπολη και υπηρετούσε το κέντρο μεχρι το θάνατό του.
Στις 13 Ιουλίου 1910 ο Μητροπολιτικός Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου Σιάτιστας έγινε παρανάλωμα του πυρός. Ολόκληρη η Σιάτιστα ετρεξε να σώσει το ναό. Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος, ο Δήμαρχος Μηνάς Θεοδώρου, ο Τούρκος Μουδίρης, αστυνομία, χιλιάδες λαού προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά. Ο λεβεντόκορμος όμως Μακεδονομάχος Παύλος Νεράντζης (Καπετάν Περδίκας) όπως αναφέρει η εφημερίδα «ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ» φ 341,342 20ης Ιουλίου 1910, με την αντλία του στα χέρια ορμά μέσα στο φλεγόμενο σα λαμπάδα ναό. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν. Η εκκλησια καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο Μεγαλοπρεπής ναός έγινε σωρός ερειπίων.
Αυτό ανησυχούσε τους Τούρκους και στις 1 Οκτωβρίου 1911 κατα διαταγή του νεοτουρκικού κομιτάτου τον σκότωσαν ύπουλα, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του με τον εξής απάνθρωπο τρόπο, όπως μας τον περιγράφει ο καθηγητής τότε στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο της Σιάτιστας Αθανάσιος Ε. Διάφας στο άρθρο του.
Η δολοφονία του Παύλου Περδίκα «Λεύκωμα Συλλόγου Σιατιστέων Θεσσαλονίκης 1972». Με τον φίλο μου Κων/νο Τσιτσελίκη , δικηγόρο Κοζάνης, ο οποίος είχε έλθει για μια υπόθεση της κοινότητας Σιάτιστας, καθόμασταν στο πεζούλι του καφενείου Βζούκα, όπου μέσα ξυρίζονταν ο ο Παύλος Περδίκας, ο οποιος κατόπιν ήρθε και κάθισε μαζί  μας. Το βράδυ ο Περδίκας πήγε στο κατάστημα των Αδελφών Σπύρου, για να πάρει ένα γραμμάτιο και εμείς αντιληφθήκαμε τους Τούρκους αστυνομικούς να τον παρακολουθούν. Είχε νυχτώσει και έπρεπε να χωρίσουμε για να πάμε στα σπίτια μας. Πρότεινα στον Παύλο να έρθει να φάει μαζί μας . Μου είπε όμως ότι έχει φοβερό κεφαλόπονο και δεν μπορεί να μας δεί απο τον πόνο. Οταν χωρίσαμε, αυτός τράβηξε για το καφενείο του Βζούκα, εμείς με τον Τσιτσελίκη για το σπίτι μας. Καθώς προχωρούσαμε ακούσαμε μερικούς ξηρούς κρότους. «Πυροβολούν» μου λέγει ο Τσιτσελίκης. «Θα κτυπούν καμμιά πόρτα» του απαντώ εγώ. Σκότωσαν τον Παύλο μου λέγει, συνδυάζοντας όλα τα προηγουμενα. Και συνεχίζει το άρθρο. Ο Περδίκας πήγε στο καφενείο Βζούκα, όπου είχε αφήσει δύο μπουκάλια βερνίκι, τα πήρε και τράβηξε για το σπίτι του, που ήταν εκεί κοντά (σήμερα σ’ αυτό μένει ο Ιωάννης Βζούκας) συνοδευόμενος απο δύο αστυνομικούς, με τους οποίους γνωρίζονταν, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτοι οι ίδιοι θα τον σκότωναν. Οταν εφτασε στη γωνία του σπιτιου του ο Περδίκας έσκυψε να βάλει το κλειδί, στην τρύπα της μικρής πόρτας, οι αστυνομικοί όμως είχαν βάλει λάσπη για να μην μπεί  εύκολα το κλειδί και ενώ ήταν σκυμένος του έρριξαν τρείς πιστολιές και όταν έπεσε ανάσκελα του έρριξαν άλλες 4 στο στήθος, γιατί είχε 7 συνολικά σφαίρες στο σώμα του. Οταν έπεσε έβγαλε μια δυνατή φωνή και τότε έτρεξε ένας χωροφύλακας Βαλαάς που ονομάζονταν Κούκος, τον ανασήκωσε απο τις μασχάλες και άρχισε να τον κουνάει δυνατά λέγοντάς του «Τι έχεις ορέ Παύλο, τί έχεις» Και αυτό όχι για να τον βοηθήσει, αλλά για να επιταχύνει τον θάνατό του, ωστε να μη μπορέσει να δώσει ανάκριση». Μετά το φόνο φοβερός τρόμος επικρατούσε στη Σιάτιστα. Αυτή ήταν η τύχη του Καπετάν Περδίκα.
Ο αείμνηστος Σιατιστινός γουνέμπορος Λάζαρος Μεσημέρης έγραψε το παρακάτω ποίημα για τον Σιατιστινό Μακεδομάχο Παύλο Νεράντζη ή Καπετάν Περδίκα :

Μας έφαγε το βάσανο, η τυρανία και η βία
νάχουμε στο κεφάλι μας μια βάρβαρη Τουρκία
Αυτές οι σκέψεις ξύπνησαν ,
τον Παύλο τον Νεράντζη
κι αμέσως εξοπλίζεται
και βγαίνει στο Μπουγάζι.
Αντάρτης και πολεμιστής, τη λευτεριά να φερει
στη σκλάβα την πατρίδα του,
που τόσο υποφέρει.
Σε πολιτείες και χωριά,
στη χώρα πέρα ως πέρα,
ο Καπετάν Περδίκας έτρεχε,
με όπλο και μαχαίρι
Μα η μοίρα τον εζήλεψε, μοίρα καταραμένη
και ένα βόλι Τούρκικο, στιγμή φαρμακωμένη
του έφερε το θάνατο κι όλοι θρηνούν και κλαινε.
Ολος ο κόσμος θρήνησε , κι όλη αυτή η χώρα
μα δε θα ξεχαστεί απο μας
ο φόνος του ούτε μια ώρα.
Πολέμησε ηρωικά με τεταμένα στήθια
ποτέ μας δε θα ξεχαστεί αυτή ναι η αλήθεια.
Ηλιαχτίδες σε χτυπούν,
στον τάφο σου που είσαι
Μεγάλε Καπετάνιε μας,
μεσ’ στην καρδιά μας είσαι.
Το άγαλμά σου- μεγάλη σου η φήμη-
ψιθυριστά στο θεό, μια προσευχή του είπα:
Ας είναι αιωνία αυτού η μνήμη.

Σήμερα στην πλατεία «Φούρκας» ή Θεοχάρη Τουρούντζια της Σιάτιστας, υπάρχει η προτομή του και στο σπίτι του Ιωάννη Νεράντζη ή Μέρμηγκα σώζονται η Πλάκα και η τσάντα του Παύλου Νεράντζη ή Καπετάν Περδίκα.
Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής της Μανουσείου
Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας
Λαογράφος
Ο Χρόνος

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.