Λέξεις και φράσεις της Ποντιακής διαλέκτου με αρχαιοελληνικές ρίζες – Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου



Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου:

Στην σημερινή δημοσίευση στην αναζήτηση ποντιακών λέξεων θα ξεφύγουμε λίγο από την αναζήτηση τους σε τραγούδια,ποιήματα ή αλλά λογοτεχνικά κείμενα και θα γίνουμε πιο πρακτικοί αναζητώντας τες σε καθημερινά πράγματα, και όπως βλέπετε στο τίτλο της, λόγω εποχής, θα τις αναζητήσουμε στους βρώσιμους καρπούς.

ΠΟΝΤΙΑΚΑ

– Καρύδ’-Καρύδιν
Καρύδι ονομάζεται ο καρπός της καρυδιάς.Ή κάρυα ή κάρυον
Ο Θεόφραστος το 350 π.Χ διακρίνει τις άγριες και τις ήμερες καρυδιές.
Ο Διοσκουρίδης γράφει ότι η καλλιεργούμενη καρυδιά μεταφέρθηκε από το Κασμίρ της Ινδίας και μέσω Μ. Ασίας έφθασε στην Ελλάδα.
Ο Στράβων το αποκαλεί ΄΄ ορακάρυον΄΄
Απαντάται σε ολόκληρο των ορεινό πόντο σαν δασικό δένδρο.
Γινόταν εξαγωγή από Τραπεζούντα και Κερασούντα τα πρώιμα καρύδια τα έλεγαν ‘’Αγουστοκάρυδα΄΄

– Κερατούτζα
Η χαρουπιά (επιστ. Κερωνία ή Κερατέα η έλλοβος), λατ. Ceratonia siliqua είναι δέντρο αείφυλλο και ανήκει στην οικογένεια των Κυαμοειδών, Στην Ελλάδα βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές νησιωτικές περιοχές και κυρίως στην Κρήτη . Στην Κύπρο καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια, και το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας την τάξη των Κυαμωδών.

Γνωστό από την αρχαιότητα όπου το καλλιεργούσαν για τους καρπούς του τα χαρούπια ή ξυλοκέρατα.
Η χαρουπιά είναι είδος δασικό, γεωργικό, βιομηχανικό και καλλωπιστικό.
Το ξύλο της δίνει ξυλάνθρακες, το καρυδόξυλο την ξυλογλυπτική, την τορνευτική και τη βαρελοποιία ενώ ο φλοιός και τα φύλλα της στη βυρσοδεψία και τη βαφική. Τα χαρούπια χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή και στη παρασκευή , χαρουπάλευρου , οινοπνευματωδών ποτών.

– Η σχέση της Κερατούτζα και του χρυσού.
Οι αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν ότι οι σπόροι του ξυλοκέρατου (χαρουπιά, Ceratonia siliqua) έχουν πάντα το ίδιο βάρος (περίπου 0,20 γρ.) και για αυτό το λόγο το χρησιμοποιούσαν για να μετρήσουν το βάρος των πολύτιμων μετάλλων. Οι συνδιαλλαγές τους ήταν με τους Άραβες, οι οποίοι άκουγαν από τους Έλληνες τη λέξη «ξυλοκεράτια»… «κεράτια»….. «ΚΑΡΑΤΙΑ»!!!!! Τα γνωστά καράτια του χρυσού !

– Συκάμενα-Συκαμινέα
Η Συκαμινέα ή ΄΄Τουτ= λευκά μούρα΄΄ στα Ποντιακά είναι η γνωστή μουριά είναι ένα φυτό που ανήκει στην τάξη των Κνιδωδών και στην οικογένεια των Μορεοειδών. Κατάγεται από την Κίνα αλλά εξαπλώθηκε στο χώρο των Βαλκανίων λόγω της χρησιμοποίησης των φύλλων στην εκτροφή του μεταξοσκώληκα.
Στην Κρήτη η μουριά λέγεται μουρνιά, στην Άρτα σκαμνιά ενώ στην Κύπρο στην Ικαρία και στη Χίο συκαμινιά. Στην Κύπρο ονομάζεται επίσης βαβατσινιά, ενώ τα μούρα του δέντρου βαβάτσινοι. Στην Χαλκιδική συνηθίζουν να αποκαλούν τα δέντρα Μπαμπουσκιές.
Στον Πόντο γνωστή ποικιλία ήταν τα΄΄κακκαλούδικα΄΄ λόγω του μεγέθους των καρπών.

– Βύσνα
Βύσνα είναι η κοινή βυσσινιά που προήλθε από την αυτοφυή κερασιά.
Τα βύσσινα ήταν γνωστά στους Έλληνες από το 300 π.Χ.
Κατά τον Πλίνιο η βυσσινιά μεταφέρθηκε στην Ιταλία από τον Πόντο.
Ασαφής παραμένει η προέλευση του ονόματος για το ξινό κεράσι -βύσσινο πιθανόν να προέρχεται από το ΄΄βίσνε΄΄ όπως το αποκαλούν οι Τούρκοι.

– Κοκκύμελα
Κοκκύμελον στην Ποντιακή διάλεκτο αποκαλούν το δαμάσκηνο και το κορόμηλο που και αυτό είναι ένα είδος δαμάσκηνου.
Η Prunus domestica όπως λέγεται επιστημονικά είναι ιθαγενές φυτό των χωρών του βορείου ημισφαιρίου κατάγεται από τις περιοχές της Κασπίας θάλασσας.

Τα δαμάσκηνα μπορεί να ήταν ένα από τα πρώτα φρούτα που εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο, έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικούς χώρους της Νεολιθικής εποχής, μαζί με ελιές, σταφύλια και σύκα.
Ως αρχαίο δέντρο αναφέρονται από τον Θεόφραστο σαν προύμνα = πρώιμα εξ ου και η επιστημονική του ονομασία Prunus.

Ο Γαληνός αποκαλεί Προυμνα τα άγρια δαμάσκηνα που γράφει ΄΄ ο τε των αγριοκοκκύμηλων απρουμνα παρ’ ημιν (καταγόταν από την Β.Δ Μ. Ασία )καλούσι.΄΄
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει το δένδρο ως κοκκυμηλεα.

Η ονομασία Δαμάσκηνο προέκυψε από μια ποικιλία την ΄΄΄Syriae Damasco΄΄ ονομασία που επεκράτησε στην Ελλάδα από την εποχή των Βυζαντινών εκτός από την περιοχή του Πόντου που παρέμεινε ΄΄κοκκύμελον΄΄.

– Ποικιλίες του Πόντου
Αγράμπουλα Κερασούντος , μεγάλος καρπός ,ξινός στυφός.
Βραβουλίτσας, σχήμα – μέγεθος ελιάς ,μαύρος.
Γαλάδες μικροί κόκκινοι στρόγγυλοι.
Γαδωντίκαμ Μετριοι,έντονα κόκκινοι,
Κοκκύμελα μαύρα για γλυκό κουταλιού.
Κουτσούπια, μεγάλα,μακρουλά,κιτρινοκίτρινα
Πικροκοκκύμελα με υπόπικρη γεύση κ.α.

– Ποικιλίες στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα καλλιεργείται η Σκοπελίτικη ποικιλία και τα δαμάσκηνα που βγάζει προορίζονται για ξήρανση. Επίσης συνηθίζεται να λέγεται δαμασκηνιά και η μπουρνελιά, όμως στην πραγματικότητα διαφέρουν από το σχήμα και χρώμα των καρπών τους. Οι κύριες περιοχές καλλιέργειας είναι η Θεσσαλία, το νησί Σκόπελος, η Στερεά Ελλάδα, η Μακεδονία και η Θράκη.

– Μέσπιλα= Μούσμουλα χειμωνιάτικα =Σούρβα
Στην κοινή σημερινή Ελληνική γλώσσα με την λέξη μούσμουλο εννοούμε δυο διαφορετικά φρούτα 2 είδη μούσμουλων. Την μεσπιλέα την ιαπωνική, που ήρθε τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα
και την παλαιότερη μεσπιλέα τη γερμανική,– «μέσπιλα» και «μεσπιλιά» που είναι αυτοφυής της Μικράς Ασίας που στην κλασσική αρχαιότητα λεγόταν μεσπιλέα, που ακόμη πιο παλιά λεγόταν αμαμηλίς ή επιμηλίς.
Η λέξη της Ποντιακής που προαναφέραμε αφορά αυτά τα μούσμουλα,που αντιστοιχούν και στα γνωστά αγριόσουρβα.΄χειμωνιάτικα μούσμουλα.

Το μέσπιλον της αρχαιότητος έγινε μέσπουλον και μούσπουλον στα μεσαιωνικά χρόνια. . Οι ελληνικές ονομασίες του μούσμουλου είναι σίγουρα αντιδάνεια από το ιταλικό nespola, στα Εφτάνησα ακούγονται τύποι όπως «η μέσπολα» (Κεφαλονιά), «νέσπολα» σε Παξούς και Κέρκυρα, ενώ στην Κρήτη, που κι αυτή γνώρισε Ενετοκρατία, έχουμε τον τύπο «οι δέσπολες».

Τα μέσπιλα συλλέγονταν το χειμώνα σε αντίθεση με τα γνωστά ανοιξιάτικα μούσμουλα και αποθηκεύονται στο ψυγείο για να ωριμάσουν, πολλές φορές τα άφηναν να πέσουν στα χιόνια για να γίνουν πιο γλυκά.,ευδοκιμεί σε πετρώδη εδάφη και 1650 μέτρα υψόμετρο.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Καρυδ’ – Κερατούτζα – Συκάμενα- Βύσνα- Κοκκύμελα & Μέσπιλα

1.Καρύδ’ – Καρύδιν
– Αρχαιοελληνική προέλευση:Κάρυον
– Ετυμολογία:

καρύδι <μτγν. καρύδιον < *καρυίδιον, υποκορ. του αρχ. κάρυον – Νεοελληνική απόδοση:Καρύδι – καρυδιά – Ποντιακές Συγγενικές ή παράγωγες λέξεις:. Καρύδας =Κάρυον + -ας , Καρυδέλαιον = Καρύδιν + ελάδιν Καρυδίτζα = Καρύδιν + ιτζα = Μικρο καρύδι -,κοντόσωμος άνδρας. Πολύ μικρό πουλί.

2 . Κερατούτζα – Αρχαιοελληνική προέλευση: Κέρας + καταλ – ουτζα – Ετυμολογία:Κέρατον < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέρατον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κέρας, από το θέμα πληθυντικού κέρατ-α. – Νεοελληνική απόδοση: Ξυλοκέρατο-χαρούπι-κεράτιον. – Ποντιακές Συγγενικές ή παράγωγες λέξεις : Κερατάζω=επί ζώου ,κτυπώ μετά κέρατα Κερατάτ’κον=επί ζώου ,το έχον κέρατα Κερατέα = Ίχνος πλήγματος με κέρατο.

3, Συκάμενα- συκάμινον. – Αρχαιοελληνική προέλευση:Συκάμινος – Ετυμολογία:σκαμνιά < ελληνιστική κοινή συκαμινέα / συκάμινος σκαμνιά θηλυκό (βοτανική) άλλη μορφή του συκαμιά. – Νεοελληνική απόδοση:Μουριά – Ποντιακές Συγγενικές ή παράγωγες λέξεις: Συκαμινέα =Μουριά Συκαμινίτης =Εδώδιμο μανιτάρι που βγαίνει στην ρίζα της συκαμινιάς Συκαμινόμελο = Συκάμινον + μέλι = Πυκνό πετμέζι που γίνεται από συκάμινα (μούρα)

4.Βύσνα – Αρχαιοελληνική προέλευση:Βύσσος – Ετυμολογία:Βύσσινος ο εκ βύσσου παραγόμενος βύσσινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αρχαία ελληνική βύσσινος < βύσσος – Νεοελληνική απόδοση: Βυσσινιά = Δένδρο + καρπός Ποντιακές Συγγενικές ή παράγωγες λέξεις: Βύσσος =αρχαιοελληνική λέξη= Είναι ένας εξαιρετικά σπάνιος, τύπος μεταξιού, γνωστός ως «μετάξι της θάλασσας» ή βύσσος, ο οποίος φτιάχνεται από ένα υγρό που εκκρίνει η πίνα (Pinna Nobilis), ένα όστρακο που μοιάζει με τεράστιο μύδι. Βυσνοζώμιν= Βύσνα +ζωμίν = Βυσσινάδα

5.Κοκκύμελον , κοκκύμηλο – Αρχαιοελληνική προέλευση:Κόκκος +μήλο ή μέλι – Ετυμολογία: κόκκος= κοκκυ ==κόκκος : βοτανολογία < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική κόκκο (βοτ.) είδος μικροσκοπικού καρπού. Μέλι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλι – Νεοελληνική απόδοση:Δαμάσκηνο ,κορόμηλο -Ποντιακές Συγγενικές ή παράγωγες λέξεις Κοκκυμελέα = Η οσμή του κοκκυμελου (δαμάσκηνου) Κοκκυμελένεν= Το παρασκευαζόμενο από κοκκύμελο Κοκκυμελοσιρβίν= Κοκκύμελο+σι(ου)ρβά =Σούπα καρυκευμένη με δαμάσκηνα 

6.Μέσπιλα (καρπός ) (περ. Κοτύορων ) – Αρχαιοελληνική προέλευση:Μεσπίλη, Μεσπιλέα – Ετυμολογία:Μέσπιλο < αρχαία ελληνική μέσπιλον – Νεοελληνική απόδοση:Μούσμουλο -Ποντιακές Συγγενικές ή παράγωγες λέξεις: Μέσφιλο= τα μούσμουλα στην περιοχή της Ινεπολης Μεσφιλέα =Ινέπολης Νέσπιλον = τα μούσμουλα στην περιοχή της Χαλδαίας Μεσπιλόρριζον = Η ρίζα της μεσπιλέας ή Νεσπιλόρριζον = Η ρίζα της νεσπιλέας (Τραπεζούντα ).

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.