Λέξεις και φράσεις τη ποντιακής διαλέκτου από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών με αρχαιοελληνικές ρίζες – Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου



Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου:

Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών

ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Παλληκάρ’ είμαι εγώ
Πάντα λέω και γελώ
Λυριτσ̌ής και τραγωδι͜άνος
Και -ν- ολίγον μασχαρι͜άνος
Σα κορτσόπα μερακλής
Πιτσ̌ιμλής και σεβνταλής
Τρώγω, πίνω και σ̌υρίζω
Τ’ έμορφα χαρεντερίζω
Μετ’ εμέν λεν και γελούν
Χͮαίρουνταν και τραγωδούν
Μετ’ εμέναν μασχαρεύ’νε
Σην εγκάλι͜αν εμέν παίρ’νε
Κι εγώ παίζω, τραγωδώ
Και τα έμορφα φιλώ
Πάντα είμαι χαρεμένος
Χαρίζω χαράν και γέλος

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Παλικάρι είμαι εγώ
πάντα λέω και γελώ
λυράρης και τραγουδιστής
και λίγο πλακατζής
στα κορίτσια μερακλής
Όμορφος και αγαπησιάρης
Τρώω πίνω και σφυρίζω
Τις όμορφες διασκεδάζω ,
με μένα λένε και γελούν
Χαίρονται και τραγουδούν
μαζί μου αστειεύονται
στην αγκαλιά τους εμένα παίρνουν
και εγώ παίζω τραγουδώ
και τις όμορφες φιλώ
Πάντα είμαι χαρούμενος
Χαρίζω χαρά και γέλιο

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Τραγωδι͜άνος , Χͮαίρουνταν, Μετ’ εμέν , Παίρ’νε , Έμορφος , Και -ν- ολίγον.,

Τραγωδι͜άνος

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Τράγος + ᾄδω
Ετυμολογία : τραγουδώ < μεσαιωνική ελληνική τραγουδώ < αρχαία ελληνική τραγῳδέω / τραγῳδῶ < τράγος + ᾄδω
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Τραγουδιστής
Συγγενικές λέξεις : τραγούδημα τραγούδι τραγούδισμα τραγουδιστά

Χͮαίρουνταν – Χαρεντερίζω=Χαρεντιζω

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Χάρις + -εις
Ετυμολογία : χαρίεις < χάρις + -εις
Χαρίεις – Χαρίεντης
Κατά τους αρχαίους , χάρις =κάλλος σωματικό ,ευγνωμοσύνη,
χαροποιώ < ελληνιστική κοινή χαροποιέω / χαροποιῶ
χαριεντίζομαι < αρχαία ελληνική χαριεντίζομαι
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Ψυχαγωγώ, δίνω χαρά, χαροποιώ
Συγγενικές λέξεις : χαρίζω, ἐπιχαριεντίζομαι , ἐπιχαριεντισμός πολυχαρίεις χαριεντίζομαι • χαριέντισμα χαριεντισμός χαριεντότης

Μετ’ εμέν

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Μετά εμού
Ετυμολογία : Ετυμολογία με < μετά με αποβολή της β’ συλλαβής, όταν ακολουθούσε άρθρο = με εγώ, στην αιτιατική του ενικού
Ετυμολογία
μαζί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαζίν < αρχαία ελληνική μαζίον, υποκοριστικό του μᾶζα
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Μαζί μου ,με μένα
Συγγενικές λέξεις :Μαζικά

Παίρ’νε

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Επί + αἴρω
Ετυμολογία : παίρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παίρνω < επαίρνω < αρχαία ελληνική ἐπαίρω < ἐπί + αἴρω
αίρω (μεταβατικό) (αίρομαι (αμετάβατο))
1. απομακρύνω κάτι αρνητικό
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Παίρνω
Συγγενικές λέξεις :

Έμορφος

Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Εὖ + μορφή
Ετυμολογία :όμορφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄμορφος < ἔμορφος < αρχαία ελληνική εὔμορφος < εὖ + μορφή …
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Όμορφος
Συγγενικές λέξεις :μορφονιός μορφονιά όμορφα ομορφιά

Και -ν- ολίγον

Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Ολίγος
Ετυμολογία : ολίγος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ολίγος
Απόδοση στην νεοελληνική διάλεκτο : Και λίγο
Συγγενικές λέξεις : ολιγαρκής ολιγάριθμος ολιγαρχία ολιγαρχικός ολιγοήμερος

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.