Κόκκινη Πέμπτη στην παλιά Κοζάνη: Τότε που ήμασταν πιο κοντά στην ουσία των εθίμων – Της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου



Της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου:

Στον τόπο μας σε κάθε σπίτι έβαφαν τουλάχιστον 80-100 αβγά, τα οποία μάζευαν σιγά-σιγά όλη τη Σαρακοστή για να μπορέσουν να «ξιαντρουπιαστούν» εκεί όπου είχαν «υποχρεώσεις». Ακόμη και σήμερα που η ανταλλαγή αυγών σαν εθιμικό συμβολικό δώρο είναι εξαιρετικά περιορισμένη, η παλιές νοικοκυρές επιμένουν να βάφουν ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό αυγών από όσα τελικά θα καταναλωθούν. Και είναι φυσικό. Δεν είναι εύκολο να αποβάλει κανείς συνήθειες ετών, όταν μάλιστα τις έχει συνδέσει με την πρέπουσα κοινωνική συμπεριφορά.

Αφού και φέτος που θα είμαστε τρεις κι ου κούκους, … μετά βίας συγκρατιόμαστε!

Η διαδικασία βαφής των αυγών άρχιζε από τη Μεγάλη Τετάρτη, οπότε και οι νοικοκυρές τα έπλεναν με νερό που έφερναν από τρεις βρύσες, τα έβαζαν σε μια κανέστρα και τα άφηναν να στεγνώσουν. Την ίδια μέρα προμηθεύονταν και τις βαφές, με κυριότερη την κόκκινη, τη γνωστή ως «χρυσή μπογιά από τον Τσιώρα», καθώς είχε ταυτιστεί με το ομώνυμο κατάστημα μπαχαρικών που για πολλά χρόνια βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, λίγο πιο κάτω από το Δημαρχείο. Δεν έλειπαν όμως και οι «πρακτικές» βαφές από το οπλοστάσιο της Κοζανίτισσας νοικοκυράς, όπως το βαρτζί (είδος κόκκινου ξύλου) καθώς και τα κρεμμυδόφυλλα, τα κυδωνόφυλλα και τα καρυδόφυλλα.

Από το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης ή τη Μεγάλη Πέμπτη πρωί-πρωί, για «να μην τς τσακίσ΄ του σήμαντρου» (να μη χτυπήσει η καμπάνα ενώ ήταν ακόμη στο κρεβάτι) κρεμούσαν ένα κόκκινο ύφασμα που με το χρώμα του υπογράμμιζε το κυρίαρχο έθιμο της ημέρας και ολόκληρης της Πασχαλιάς. Το φύλαγαν μάλιστα ως γιατρικό πιστεύοντας ότι μπορούσε να γιατρέψει τον «αλιβρίτ΄», τη στοματίτιδα δηλαδή. Μετά άρχιζαν το βάψιμο. Μέσα σε ένα τρανό «τσκάλ΄» έβαζαν ποσότητα νερού ανάλογη με τον αριθμό των αυγών που θα έβαφαν, έριχναν τη μπογιά δεμένη σε ένα πανί και το άφηναν να πάρει μια-δυο βράσεις. Στη συνέχεια πρόσθεταν μισό φλιτζάνι ξύδι κι αφού έπαιρνε η βαφή μια βράση ακόμα, τοποθετούσαν μέσα τα αβγά με μεγάλη προσοχή για να μη σπάσουν. Μετά από 15-20 λεπτά τα έβγαζαν με τρυπητή κουτάλα, τα άφηναν να κρυώσουν για λίγο και τελείωναν αλείφοντάς τα με λάδι για να γυαλίζουν και να αναδεικνύεται περισσότερο το χρώμα. Μια επιτυχία στη βαφή επιβραβεύονταν με πολλούς επαίνους τόσο για τη νοικοκυρά όσο κυρίως για το «τσκάλι τς»!

Ιδιαίτερη σημασία είχε «το αβγό της Παναγίας», το οποίο έβαφαν πρώτο και χωριστά από τα υπόλοιπα αβγά και στη συνέχεια το τοποθετούσαν στα εικονίσματα, χωρίς να το λαδώσουν. Στην πόλη μας του απέδιδαν θαυματουργές ικανότητες, γι’ αυτό και το χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά στο σταύρωμα των παιδιών. Πίστευαν επίσης ότι έχει τη δύναμη να αποτρέπει το κακό, γι’ αυτό όταν έριχνε χαλάζι τοποθετούσαν την πυροστιά ανάποδα έξω στον «νουβρό» και ακουμπούσαν στη μέση το θυμιατό και το αβγό της Παναγίας, με τη βεβαιότητα ότι θα βοηθούσε να σταματήσει αυτό το τόσο καταστροφικό για τις καλλιέργειες καιρικό φαινόμενο.

Το αβγό αυτό έμενε στα εικονίσματα μέχρι την επόμενη Πασχαλιά. Το παλιό μαζί με τα περυσινά βάγια το παράχωναν στο χωράφι ή στο μπαχτσέ πιστεύοντας ότι η ζωτική του δύναμη θα υποβοηθούσε τη βλάστηση. Πολλές φορές όμως το κρατούσαν άθικτο για τρία ή και περισσότερα χρόνια, οπότε και γινότανε «κρατήρα», όρος που αποτελεί προσαρμογή στο τοπικό ιδίωμα της λέξης της κοινής «κρατητήρα», η οποία αναφέρεται και από τον Γ. Μέγα. «Πέτρουνιν ου κρόκους» έλεγαν οι παλιές Κοζανίτισσες « κι γένουνταν σαν κιχριμπάρ΄, κρατήρα, κι άμα ’ν έβανις ουπάν σι αγκαστρουμέν΄, του κρατούσιν του μκρό κι δεν απουβάλουνταν. Ήταν καλό κι άμα μάτουνιν η μύτ΄».

Τα περισσότερα αβγά οι παλιές Κοζανίτισσες νοικοκυρές τα έβαφαν κόκκινα, όπως γίνεται βέβαια και σήμερα, εξ ου και η ειδική επωνυμία της μέρας, «Κόκκιν΄ Πέφτ΄». Παράλληλα όμως εξαντλούσαν τη φαντασία τους και τις γνώσεις παραδοσιακών μεθόδων βαφής για να φκιάξουν και «πιρδίκις», που τις προόριζαν κυρίως για τα παιδιά. Το πιο συνηθισμένο είδος στην πόλη μας ήταν αυτό που γινόταν με πολύχρωμες μπογιές, από τον Τσιώρα, το Γκέκα, το Μαμάτσιο τον Κυράνο, τον Πλόσκα ή το Χαρσό, οι οποίες με τη χρήση ψαρόκολλας κολλούσαν ανεξίτηλα πάνω στο λευκό κέλυφος. Μια άλλη μέθοδος η οποία ήταν επίσης πολύ δημοφιλής και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ήταν το βάψιμο με κλωστές φλος.

Δεν ήταν βέβαια σπάνιο να διακοσμούνται τα ίδια τα κόκκινα τα αβγά με τεχνικές που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα: μπορεί να κολλούσαν χαλκομανίες ή να ζωγράφιζαν την επιφάνεια με «γκιζάπι» (ακουαφόρτε), δημιουργώντας έτσι ένα λευκό σχέδιο πάνω στον κόκκινο φόντο. Άλλες νοικοκυρές στερέωναν φύλλα διαφόρων φυτών πάνω σε άβραστα ακόμα αβγά, τα οποία αφαιρούσαν μόλις τελείωνε το βράσιμο, αφήνοντας ένα όμορφο λευκό φύλλο στην επιφάνεια – αν το πετύχαινες, αλλιώς θύμιζε την πρώιμη κυβιστική εποχή του Πικάσο.

Την κόκκινη μπογιά την κρατούσαν σαράντα μέρες μετά το Πάσχα και κάθε Πέμπτη έβαφαν από 6 αβγά για τ’ «αντέτ΄» (έθιμο), για να ζει το στεφάνι και τα παιδιά τους. Το «Εξάπεφτο», την έκτη Πέμπτη μετά την Ανάσταση, της Αναλήψεως δηλαδή, πήγαιναν στην εκκλησία και μόλις γυρνούσαν στο σπίτι έσπαζαν και έτρωγαν όλοι μια μικρή ποσότητα από ένα κόκκινο αβγό που το έπαιρναν μαζί τους στο Χριστός Ανέστη και το φύλαγαν για κείνη την ημέρα.

Με αυτό τον τρόπο έκλειναν το τελετουργικό της Πασχαλιάς με τον ίδιο τρόπο που τον είχαν αρχίσει το βράδυ της Ανάστασης.

Όσο για την υπόλοιπη κόκκινη μπογιά, που δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί πλέον εκείνη τη χρονιά, τη μάζευαν και την πετούσαν στην άκρη του μπαχτσέ.

Ένα σχόλιο στο άρθρο “Κόκκινη Πέμπτη στην παλιά Κοζάνη: Τότε που ήμασταν πιο κοντά στην ουσία των εθίμων – Της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου

Γράψτε απάντηση στο Ανώνυμος Ακύρωση απάντησης

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.