Η Απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας



11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912: Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ.

Μετά την μάχη του Σαρανταπόρου στις 9 Οκτωβρίου του 1912, που υπήρξε η πρώτη πολεμική επιχείρηση της Ελλάδας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και θρίαμβος πραγματικός του ελληνικού στρατού, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, αφού πρώτα τα έκαψαν.Η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε αμαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της Τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωμιά, τρόφιμα και κρέατα από φούρνους, μαγαζιά και κρεοπωλεία σπάζοντας τις πόρτες τους. Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, φάρμακα κι ότι άλλο υπήρχε μέσα σ’αυτές. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι τοποθέτησαν στο καμπαναριό τη γαλανόλευκη και το σταυρό της ορθοδοξίας. Αυτά όλα έγιναν το απόγευμα γύρω στις 3 με 4.Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ’ όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές. Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει.

Οι σκηνές αυτές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912, 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερνό κόμβο Θεσσαλονίκης – Αθηνών μέχρι την είσοδο της πόλης σημερινό κτίριο τεχνικού του Ο.Τ.Ε., που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.

Στο Δημαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο αρχιφαρμακοποιός Πιναρδάκης Κρης χριστιανός και κάποιος Άραβας αξιωματικός. Ελήφθη μέριμνα για τους 57 Τούρκους τραυματίες από τους οποίους κάποιοι ήταν αξιωματικοί.Την επόμενη μέρα 12 Οκτωβρίου 1912 με πανηγυρική όψη η πόλη γεμάτη σημαίες υποδέχτηκε τμήματα των Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του ιππικού καθώς και τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε δοξολογία και όταν αυτή τελείωσε το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε στα γραφεία της Μητρόπολης . Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην Κοζάνη και ο Έλληνας βασιλιάς Γεώργιος κι έμεινε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Δρίζη , που ήταν στο κέντρο της πόλης μαζί με την ακολουθία του .Από εκεί έδωσε διαταγή μια μικρή δύναμη να απελευθερώσει τα Καιλάρια και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό στρατό , που με ραγδαία προέλαση είχε φθάσει μέχρι τον Αξιό ποταμό , που ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό πλημμυρίζοντας τον κάμπο και είχε ανακόψει την πορεία του .Μπήκε, λοιπόν, το <ελληνικό> στις 11 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1912, όταν Μητροπολίτης της πόλης της Κοζάνης ήταν ο Φώτιος, Δήμαρχος ο Νικόλαος Αρμενούλης και Γυμνασιάρχης ο Παναγιώτης Λιούφης.

Η Κοζάνη έγινε και τυπικά ελληνική, περιλήφθηκε δηλαδή μέσα στα καινούρια σύνορα της Ελλάδας, πεντακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πάντοτε ελληνική σε όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία , γιατί σαν επαρχία ανήκε στην μητέρα του Σουλτάνου και οι εκάστοτε άρχοντες της πόλης με τους κατάλληλους χειρισμούς και χρήματα των πλούσιων Κοζανιτών εμπόρων από την ξενιτιά , είχαν αποκτήσει πολλά προνόμια και τα απολάμβαναν ως την απελευθέρωσή της . Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός . Οι πρώτες καρτ ποσταλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του ιππικού στην πόλη και ανάμεσα στα σπίτια ξεχώριζαν Τούρκικα τζαμιά . Η Κοζάνη όμως δεν είχε ούτε ένα Τούρκικο τζαμί , ούτε Εβραϊκή συναγωγή και έτσι σε μια βδομάδα τυπώθηκαν νέες καρτ ποσταλ χωρίς τζαμιά , γιατί οι φαντάροι σταμάτησαν να αγοράζουν τις παλιές , καθώς διαπίστωσαν την πραγματικότητα και το τόνιζαν στην πίσω πλευρά της κάρτας , όταν έγραφαν στους δικούς τους .

 Η απελευθέρωση της Κοζάνης από το αφήγημα της Ιουλίας Δ. Δραγούμη «Στην Κοζάνη» (Της Κατερίνας Μ. Μάτσου)
 
 
Η περιπόθητη ελευθερία από την τουρκική σκλαβιά ήρθε για την Κοζάνη 520 χρόνια μετά την κατάληψη της περιοχής και όλης της βαλκανικής χερσονήσου από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1392. Πέντε αιώνες αργότερα τον Οκτώβρη του 1912, ο διάδοχος Κωνσταντίνος κι ο ελληνικός στρατός περνούν νικητές και επεκτείνουν μέχρι τη Θεσσαλονίκη και πέρα απ’ αυτήν τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους.

Την απελευθέρωση της Κοζάνης στις 11 Οκτωβρίου 1912 περιγράφει στο αφήγημά της ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ η διηγηματογράφος Ιουλία Δ. Δραγούμη. Η Ιουλία Δ. Δραγούμη δεν ήταν στην Κοζάνη, όταν απελευθερώθηκε η πόλη, ούτε την επισκέφτηκε ποτέ, η είδηση όμως της απελευθέρωσης μίας πόλης με ακραιφνή ελληνικό πληθυσμό, που πλημμύρισε την αμέσως επόμενη στιγμή ελληνικές σημαίες, τη συγκίνησε ιδιαίτερα και αποφάσισε να γράψει αυτή την ιστορία της. Το βιβλίο ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1919 και συγκίνησε από την πρώτη στιγμή με την ακρίβεια των λόγων του και τον πόθο των ηρώων.

Ήρωας της ιστορίας είναι ο ηλικιωμένος, 97χρονος γιατρός Ρήγας που ζει στην Κοζάνη με τη νύφη του και τα εγγόνια του. Ο δικός του γιος, ο Αλέξανδρος, έπεσε νωρίς στον αγώνα για την ελευθερία κι άφησε τον πατέρα του μοναδικό προστάτη της οικογένειας του, που λαχταράει και περιμένει ανυπόμονα, όπως όλοι οι Έλληνες τα χρόνια εκείνα, την ελευθερία. Ο γιατρός ζει με την ελπίδα να πατήσει μία μέρα σε ελεύθερα ελληνικά χώματα. Κι η ευχή του γίνεται πραγματικότητα και στην απελευθέρωση της πόλης, μόλις βλέπει τα ελληνικά στρατεύματα να μπαίνουν νικητές στην Κοζάνη, ο γιατρός Ρήγας πέφτει κάτω νεκρός, μα ευτυχισμένος.

Η Ιουλία Δραγούμη, που ήταν θεία του Ίωνα Δραγούμη και της Ναταλίας Δραγούμη, συζύγου του ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, Παύλου Μελά, πέθανε στην Αθήνα το 1937, σε ηλικία 79 χρόνων. Το βιβλίο ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ επανεκδόθηκε το Οκτώβριο του 2008 από τις εκδόσεις ΑΝΩ-ΚΑΤΩ ΤΕΛΕΙΑ σε επιμέλεια Ιωάννη Μ. Τσιομπάνου, που φρόντισε και για τη απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική και για το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει την ιστορία.

«Έξαφνα τον διέκοψαν καμπάνες.
Απ’ τον Άγιο Δημήτριο στο ύψωμα ως το μικρότερο παρεκκλήσι της Κοζάνης όλες οι καμπάνες διαλαλούσαν τη μεγάλη χαρά.
Η μητέρα του Μάρκου κλονίσθηκε εκεί που στεκόταν και σήκωσε τα χέρια της στο κεφάλι.
– Τι είναι… άρχισε. Μήπως οι Τούρκοι…;
– Οι Τούρκοι! φώναξε ο Μάρκος και τα μάτια του ήταν γεμάτα φωτιά. Οι Τούρκοι έφυγαν. Έφυγαν και φεύγουν. Όλο φεύγουν, όλο πιο μακριά φεύγουν. Να, οι στρατιώτες οι δικοί μας είναι εδώ. Όλοι τρέχουν να τους απαντήσουν. Ακούστε τις καμπάνες. Να! Να! Ακούστε τις φωνές του κόσμου.

Και καθώς χυνόταν βιαστικά τα λόγια από το στόμα του, ο δρόμος απ’ έξω γέμισε με κραυγές χαράς που όλο ερχόταν και πιο κοντά.

Και τότε, εκεί στο σκοτεινό υπόγειο μπροστά στα μάτια τους, έγινε ένα απίστευτο πράμα.

Τα παγωμένα μέλη του γέρου Ρήγα, που τόσα χρόνια είχαν μείνει άχρηστα κι αλύγιστα, έξαφνα από την πολύ μεγάλη χαρά χαλάρωσαν και όλοι τους είδαν το γέρο να σηκώνεται σιγά βέβαια, μα χωρίς δισταγμό από τη θέση του και με μάτια που φαίνονταν να κοιτάζουν κάτι που οι άλλοι δεν έβλεπαν, να προχωρεί με απόφαση προς την πόρτα.

Θαμπωμένος ο Μάρκος πετάχτηκε στο πλευρό του, ενώ η μητέρα του με ορθάνοιχτα τα μάτια έτρεχε να τον βαστάξει απ’ το άλλο, μα ο γέρος μόλις που ακουμπούσε απάνω τους. Αβοήθητος σχεδόν ανέβηκε τις λίγες σκάλες που έβγαιναν απ’ το δρόμο κι εκεί με το ένα χέρι στον ώμο του εγγονού του στάθηκε και περίμενε.

Με τις καμπάνες που χτυπούσαν μέσα στις κραυγές και τους σχεδόν λυγμούς χαράς του κόσμου, τα συντάγματα μας, το ένα πίσω από τ’ άλλο, έμπαιναν στον πλατύ δρόμο.

Απ’ όλα τα περιβόλια είχαν κόψει βιαστικά ό,τι φθινοπωρινά λουλούδια έμειναν και το χώμα που πατούσαν οι στρατιώτες ήταν σαν ανοιξιάτικος κάμπος από λουλούδια και φύλλα.

Γέροι κλαίγοντας απ’ τη χαρά τους άρπαζαν και φιλούσαν τα τουφέκια των αντρών. Γυναίκες έπεφταν γονατιστές σα να περνούσε ο Επιτάφιος κι έκαναν το σταυρό τους και μία φώναξε δυνατά:
– Παναγίτσα μου, Παναγίτσα μου! Όνειρο είναι αυτό; Ή αλήθεια το βλέπω;
Και όλο περνούσαν τα συντάγματα κι οι φωνές δεν σταματούσαν.
– Ζήτω τα παλληκάρια μας! Ζήτω ο δοξασμένος ο στρατός μας!
Αξιωματικοί με το σπαθί στο χέρι, με πρόσωπα συγκινημένα χαμογελούσαν και χαιρετούσαν δεξιά κι αριστερά. Σημαίες κυμάτιζαν παντού, σε ψηλά κοντάρια, σε μπαλκόνια και σε κάθε μαγαζάκι. Κάμποσες γυναίκες, που έβρισκαν τίποτε άλλο για να δείξουν τη χαρά τους, ως και τα στέφανά τους είχαν βγάλει απ’ έξω. Από μια πόρτα απάνω είχαν κρεμάσει και μια μεγάλη εικόνα του Παύλου του Μελά και είχαν γράψει από κάτω:
«Για να μη λείψει κι αυτός από το θρίαμβο».
Ο Μητροπολίτης Φώτιος με τα ολόχρυσά του τα άμφια φάνηκε με ακολουθία πολλών παπάδων από τη μεγάλη πόρτα του Αγίου Δημητρίου. Προσπάθησε να προσφωνήσει τους αξιωματικούς και στους στρατιώτες.
– Παιδιά μου, άρχισε. Παιδιά μου. Αυτή η γη της Μακεδονίας, η οποία έχει ποτισθεί με τόσο γενναίο αίμα, χαίρεται σήμερα μαζί μας…
Μα η φωνή του κόπηκε και δεν μπόρεσε να εξακολουθήσει. Σήκωσε μόνο ψηλά τα χέρια του και φώναξε με φωνή που έτρεμε:
– Ζήτω η ελεύθερη Κοζάνη!
Χιλιάδες το ξαναφώναξαν μαζί του, ώσπου τα γυαλιά των παραθύρων έτριζαν.
– Ζήτω η ελεύθερη Κοζάνη! Ζήτωωω!
Εκείνη τη στιγμή, επειδή ο πολύς κόσμος που ερχόταν από το ένα μέρος και ο Μητροπολίτης με τη συνοδεία του από τ’ άλλο είχαν συναντηθεί, ένα από τα συντάγματα έτυχε να σταματήσει εκεί μπροστά από το σπίτι του Ρήγα.
Ένας λοχίας κρατούσε τη σημαία, τη μεγάλη κυανόλευκη σημαία τρυπημένη από τα βόλια.
Ο Μάρκος ένιωσε το χέρι που ακουμπούσε τον ώμο του να τρέμει δυνατά, κι έξαφνα ο γέρος, ο κυρτός αυτός γέρος των ενενήντα επτά χρόνων, σήκωσε ψηλά το άσπρο του κεφάλι και άπλωσε τα χέρια του που έτρεμαν:
– Τη σημαία, φώναξε. Τη σημαία!
Πάρα πολύ Κοζανίτες γύρισαν και τον είδαν με μεγάλη απορία.
– Ο γιατρός ο Ρήγας! Έλεγαν. Μα πώς είναι δυνατόν;
– Ποιος είναι; Τι θέλει; Ρώτησε ένας νέος αξιωματικός.
– Είναι ο γέρος ο γιατρός ο Ρήγας, καπετάνιε μου, απάντησε ένας που στεκόταν εκεί κοντά.
Τα μάτια του αξιωματικού άναψαν.
– Του Αλέξανδρου του Ρήγα ο πατέρας; ρώτησε.
– Μάλιστα, αυτός είναι.
– Τη σημαία! φώναξε πάλι ο γέρος. Τη σημαία!
Μα η φωνή του έτρεμε πολύ.
Ο αξιωματικός έκανε νόημα στο λοχία και όταν αυτός τον πλησίασε του πήρε τη σημαία απ’ τα χέρια και την έφερε ο ίδιος κοντά στο γέρο Ρήγα, χαιρετώντας τον στρατιωτικά.
Μεγάλη σιωπή έπεσε σε όλους τριγύρω.
Οι άντρες έβγαλαν τα καπέλα τους κι οι γυναίκες έσκυψαν το κεφάλι σα να ήταν σε εκκλησία μέσα.
Ο γέρος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το κοντάρι, έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη σημαία μ’ όλη τη ψυχή του στα μάτια.
– Κύριε, κι η φωνή του ακούονταν από μακριά. Κύριε των Δυνάμεων, σε δοξάζω που μ’ αξίωσες να…
Μα με την τελευταία λέξη το χέρι του άνοιξε, το κεφάλι του έκλινε και θα έπεφτε κάτω, αν ο Μάρκος δεν τον είχε αρπάξει.
Έριξαν αμέσως μανδύες κι επανωφόρια καταγής και σιγά-σιγά τον έγειραν εκεί.
Η νύφη του έβγαλε μια φωνή κι έπεσε γονατιστή στο πλευρό του.
– Αχ! Ήταν πάρα πολύ μεγάλη η χαρά, είπε. Ήταν αδύνατο να μην τον βλάψει.
Ο νέος αξιωματικός έσκυψε και κοίταξε το γέρο που έμενε ακίνητος με χαμόγελο στ’ ανοιχτά του τα χείλια. Έπειτα στάθηκε όρθιος κι σήκωσε το πηλήκιο του.
– Τίποτα δεν μπορεί πια να τον βλάψει, είπε. Μα να μην τον κλάψει κανείς. Ο Θεός ας μας χαρίσει σε όλους έναν τέτοιο ωραίο θάνατο».
(Ιουλία Δ. Δραγούμη. ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ. Εκδ. ΑΝΩ-ΚΑΤΩ ΤΕΛΕΙΑ, σελ. 41-45)
 
 
Η μάχη του Σαρανταπόρου και η απελευθέρωση της Κοζάνης
 

Η περίοδος που αρχίζει με την ήττα στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και φτάνει μέχρι τα χρόνια της έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων χαρα­κτηρίζεται από ένα καθολικό αίτημα για ανανέωση της εθνικής ζωής σε
όλους τους τομείς και ειδικά για αναδιάρθρωση της κρατικής λειτουργίας.
Στην Ελλάδα η συνολική κατάσταση το 1909 προκαλούσε δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία των Ελλήνων.
Μέσα σε αυτή τη μάλλον αδιέξοδη κατάσταση
σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, εγκαινιάζοντας μια περίοδο ανασυγκρότησης και μεταρρύθμισης για τη χώρα. Την εποχή ακριβώς αυτή, που η Ελλάδα ανασυντάσσεται και αναδιοργανώνεται, ανα­ταραχές σημειώνονται σε διάφορα σημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
 
Η κυβέρνηση Βενιζέλου επανέφερε το διάδοχο Κωνσταντίνο στη διοίκηση του στρα­τεύματος, ενώ καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας και παράλληλα κλήθηκαν γαλλική και αγγλική αποστολή για να αναλάβουν αντίστοιχα την εκπαίδευση του στρατού και του ναυτικού.
Από τις 16 Σεπτεμβρίου 1912, με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, και όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 του σχετικού διατάγματος, ο εν ειρήνη στρατός είχε τεθεί σε κατάσταση επιστράτευσης.
Ως τον Οκτώβριο του 1912 ο Βενιζέλος ανέβασε την ισχύ των ελληνικών Μονάδων που ήταν έτοιμες για κινητοποίηση και τις εξόπλισε με ένα σημαντικό αριθμό οπλισμού, ενώ υπήρ­χαν και είχαν παραγγελθεί στολές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών.
Φυσικά προβλήματα, έστω και μικρής έκτασης, συνέχιζαν να υπάρχουν, όπως προ­κύπτει και από διάφορα σχετικά έγγραφα, στα οποία αναφέρονται προβλήματα λόγω έλλειψης ιματισμού, εξαρτύσεων, οπλισμού, λίπους για την επάλειψη του οπλισμού, φορητών εργαλείων κ.ά.
Παρά ταύτα, η επιστράτευση βρήκε κατά γενική ομολογία το στρατό κατάλληλα εξοπλισμένο με απόλυτα σύγχρονο οπλισμό και με άρτια εκπαίδευση.
Ταυτόχρονα, η Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού εξέδωσε διαταγές και οδηγίες προς τις Μονάδες, σχετικά με το σχέδιο επιστράτευσης. Αυ­τό είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση ενεργοποίηση των Μονάδων για τη μελέ­τη και προεργασία του μη­χανισμού επιστράτευσης.
Από την 18η του μηνός Σεπτεμβρίου μέχρι την 26η του ίδιου μήνα κατέφθαναν οι έφεδροι, οι οποίοι, αφού εξοπλίζονταν, συγκροτού­σαν τις Μονάδες και οδηγούνταν προς τις ζώνες συγκεντρώσεως αυτών.
Παράλληλα, τα τμήματα προκαλύψεως, τρεις ώρες μετά την κοινοποίηση του διατάγματος επιστράτευσης, κινήθηκαν για τους προκαθο­ρισμένους σε αυτά τομείς και έτσι αυθημερόν η προκάλυψη ανέλαβε το έργο της.
Η κατάσταση στον τουρκικό στρατό δεν ήταν εξίσου καλή. Λεπτομέρειες παραδίδει στα απομνημονεύματά του ο Χασάν Ταξίν Πασάς, που ανέλαβε την αρχιστρατηγία στα ελληνοτουρκι­κά σύνορα στις αρχές Οκτωβρίου. Επικρατούσε σύγχυση και ακατα­στασία, οι ελλείψεις σε τρόφιμα και εφόδια ήταν τραγικές, δεν υπήρχε ούτε ένα ορεινό πυρο­βόλο, που ήταν απαραίτητο για την περιοχή, ενώ οι στρατιώτες χαρακτηρίζονταν από απροθυμία που πολλές φορές έφθανε ως τη λιποταξία.
Είναι φανερό ότι έχει έλθει η ώρα να δράσει και η Ελλάδα. Η θύελλα φαίνεται έτοιμη να ξεσπάσει στα Βαλκάνια. Είναι παραμονές της έναρξης, όταν στο πρωτοσέλιδο της εφημερί­δας «ΕΜΠΡΟΣ» μπορεί κάποιος να διαβάσει: «Η κήρυξις λοιπόν του πολέμου άνευ άλλης τινός παρεμβολής θα γίνει σήμερον ή αύριον εάν δεν εγένετο ήδη την στιγμήν καθήν γράφομεν τας γραμμάς ταύτας».
Έτσι η Ελλάδα θα μπει στο Βαλκανικό πόλεμο. Στα πρωτοσέλι­δα των εφημερίδων της 5ης Οκτω­βρίου 1912 καταγράφεται: «Η Ελλάς εκήρυξε τον πόλεμον την νύχτα».
Με την έναρξη των Βαλκα­νικών Πολέμων 1912-1913 οι δυνάμεις του Στρατού Ξηράς είχαν προσανατολιστεί προς τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και είχε οργανωθεί αντίστοιχα η Στρατιά Θεσσαλίας με Αρχιστράτηγο τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο και ο Στρατός της Ηπείρου με Διοικητή τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη. Η Στρατιά της Θεσσαλίας τις πρωινές ώρες της 5ης Οκτωβρίου 1912 πέρασε την ελληνοτουρκική μεθόριο και παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες στρατιώτες και πολλοί αξιωματικοί έβλεπαν μάχη για πρώτη φορά και παρά την πεισματική αντίσταση των Τούρκων, τα ελληνικά τμήματα πέρασαν τα σύνορα και απώθησαν τα τουρκικά φυλάκια.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα για την πρώτη αυτή μέρα συναντάμε στο ημερολόγιο του Απόστολου Η. Πουλόπουλου, του 10ου Λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζικού, που σήμερα βρίσκεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο:
«Παρασκευή 5 Οκτωβρίου: Την 5ην νυκτερινήν διετάχθημεν να εγερθώμεν και να ετοιμασθώμεν δια προχώρησιν. Την 6ην είμεθα παρατεταγμένοι και μετ’ ολίγον ανεχωρήσαμεν. Εξήλθαμεν προς τα σύνορα δια του Τυρνάβου υπό τας ευχάς των υπολειφθέντων κατοίκων.
Πριν ανεβώμεν το βουνόν διετάχθημεν να σταματήσωμεν. Ο λοχαγός μας μάς είπε μερικά λόγια ειπών ότι καθήκον είναι εις την παρούσαν περίπτωσιν να πολεμήσωμεν υπέρ του πο­λιτισμού και ότι εσφαλμένη η ιδέα μερικών λεγόντων ότι και ο εχθρός είναι όμοιος μας…
Ηκούαμεν αλλεπαλλήλους αρκετούς πυροβολισμούς, περί την 6ην δε ηκούσαμεν ισχυρόν κρότον ο οποίος προήλθεν εκ δυναμιτιδος την οποίαν οι ημέτεροι δυναμιτισταί έθεσαν. Ούτω κατεκρυμνήσθη ο τουρκικός σταθμός ούτος, μένει δε ο της Μελούνης…………………………… ».
Λίγο αργότερα και προς επιβεβαίωση τούτου, με έγγραφό της, η Ι Μεραρχία αναφέ­ρει: «Η Ι Μεραρχία κατέλαβεν άνευ αντιστάσεως υψώματα Μελούνας».
Η προέλαση του στρατού συνεχίστηκε με την απελευθέρωση της Ελασσόνας και της Δεσκάτης, δίνοντας στο Διάδοχο το βάπτισμα του πυρός, ο οποίος διηύθυνε αυτο­προσώπως και τον αγώνα.
Παράλληλα, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μεταφέρουν μήνυμα του Αρχηγού Δαγκλή: «Η Ελασσών κατελήφθη υπό του Ελληνικού Στρατού. Ο Διάδοχος διηύθυνε τον αγώνα. Ο επίδοξος διά­δοχος έλαβε το βάπτισμα του πυρός».
 
Ο δημοσιογράφος Γιώρ­γος Βεντήρης περιγράφει χαρακτηριστικά την πρώτη μέρα των επιχειρήσεων:
«Προ της Ελασσώνος οι Τούρ­κοι αντεστάθησαν με πείσμα. Οι Έλληνες οτρατιώται και πολλοί αξιωματικοί, έβλε­παν, πρώτην φοράν, μάχην.
Εις την αρχήν εκλονίσθησαν, αλλ’ οι νεώτεροι αξιωματικοί τους παρέσυραν εμπρός. 0 διάδοχος διηύθυνε την μάχην από της γραμμής του πυρός. Οι Τούρκοι απεσύρθησαν ατάκτως προς το Σαραντάπορον».
Την ίδια ημέρα συναντάμε στο ημερολόγιο του Απόστολου Η. Πουλόπουλου:
«Σάββατον 6 Οκτωβρίου: Ολίγον πάλιν ήπιαμε νερό και ετοιμάσθημεν διά αναχώρησιν. Καθ’ οδόν είδομεν λιποτάκτην Έλληνα του τουρκικού στρατού. Ότε εφθάσαμεν ημείς εκ του λόφου Σκόμπας το πυροβολικόν μας ήχε αρχίσει ήδη να κροτή βάλλων κατά του απέναντι τουρκικού πυροβολικού. Το θέαμα της μάχης ήτο θαυμάσιον εκείθεν.
Το βράδυ κατεσκηνώσαμεν, την δε επομένην πρωίαν μετέβην εις την πόλιν (Ελασσών) δια να την περιέλθω.
Τα τουρκικά καταστήματα είχον ανοιχθή υπό των στρατιωτών και εγίνετο αρκετό πλιάτσικο, όχι τόσον εκ μέρους του στρατού, όσον εκ μέρους των εντοπίων, οι οποίοι έπραξαν τούτο εκδικούμενοι τους Τούρκους.
Κυριακή 7 Οκτωβρίου: Ανάπαυσις καθ’ όλην την ημέραν. Ελλειψις άρτου καθολοκληριαν. Σφάζονται αρνιά τα οποία μισοψημένα τρώγαμεν άνευ άρτου».
Την πληροφορία αυτή από το ημερολόγιο του Πουλόπουλου την επιβεβαιώνει πλήρως και σχετική αναφορά της ΙΙ Μεραρχίας, της ίδιας ημέρας προς το Γενικό Στρατηγείο, με την οποία αναφέρεται: «…από χθες οι άνδρες στερούνται άρτου και τα κτήνη νομής».
Όπως είδαμε κατά τη φάση της επιστράτευσης, αλλά όπως θα δούμε και πιο κάτω κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, και εδώ εμφανίζονται μικρά μεν αλλά όχι αξεπέ­ραστα προβλήματα του στρατού. Οι αναφορές για έλλειψη άρτου, ο οποίος παρασκευα­ζόταν στην ζώνη των επιχειρήσεων, ήταν αρκετές. Παρόμοιες αναφορές θα δούμε και στη συνέχεια και για άλλα ζητήματα διοικητικής μέριμνας, αλλά επίσης και για θέματα υγειονομικού, επικοινωνιών κτλ.
Από τις 7 Οκτωβρίου η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, που αποτελούνταν από δύο και περισσότερες Μεραρχίες, υπό το Στρατηγό Χασάν Ταξίν Πασά και ήταν εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου (Γλύκοβο) και Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
Η πορεία αυτή ήταν αναμενόμενη, ωστόσο ο αντίκτυπος της υπήρξε ολέθριος για τους Τούρκους. Ο άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής υποχωρούσε, ακολουθώντας το δρόμο προς τα Σέρβια, μέσω των Στενών του Σαρανταπόρου, όπου βρίσκονταν οι μετόπισθεν υπηρεσίες. Το ηθικό των στρατιωτών άρχισε να κάμπτεται και τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα άρχισαν να επιδεινώνονται.
Την ίδια μέρα, συνεχίζοντας την καταγραφή των γεγονότων, ο Απόστολος Πουλόπουλος αναφέρει:
«Δευτέρα 8 Οκτωβρίου. Την πρωίαν την 7ην ανεχωρήσαμεν δια μέσου της Ελασσώνος ακολουθούντες την οδόν αμαξιτήν βαίνουσαν εις Σέρβια. Δρόμος ανηφορικός και κοπιώ­δης. Την 6ην βραδινήν εσταματήσαμεν επί λόφου ως πρωτοφυλακή.
Παρά το χωριόν Λακούδι περί την 5μ.μ. εσταθμεύσαμεν. Εβγάλαμεν σκοπούς και κατεκλίθημεν επί του εδάφους κρυπτόμενοι. Ο εχθρός είχε ανάψει πυρά επί του απέναντι βουνού. Ψύχος δριμύ».
Τα ελληνικά τμή­ματα είναι πλέον προ των στενών του Σαρα­νταπόρου, παραμονές της μεγάλης μάχης. Η τοποθεσία Σαρα­νταπόρου ήταν από τη φύση της εξαιρετικά ισχυρή και οχυρωμένη υπό την επίβλεψη του Αρχηγού της Γερμανι­κής Στρατιωτικής Απο­στολής στην Τουρκία, Στρατηγού Φον Ντερ Γκολτς, ο οποίος είχε δηλώσει ότι: «το Σαραντάπορο είναι απόρθητο φρούριο και θα γίνει ο τάφος των Ελλήνων, αν επιχειρήσουν να το καταλάβουν».
Ειδικότερα, το ύψωμα Σκοπιά δεσπόζει σε ολόκληρο το προς νότια και νοτιοανατο­λικά έδαφος. Η ισχύς της τοποθεσίας αυτής επαυξάνεται σημαντικά και από το ότι τα πλευρά της στηρίζονται ανατολικά στα απότομα νότια αντερείσματα του όρους Τίταρος και δυτικά στο δεσπόζον ύψωμα Αμάρβες, στα Καμβούνια όρη.
Αναλόγως, η τοποθεσία Λαζαράδες – Βογκόπετρα φράσσει τις οδεύσεις από Δεσκάτη προς Σέρβια και από Λουτρό και Λειβαδερό προς τον Αλιάκμονα ποταμό.
Έτσι για να διασχίσει το πέρασμα, ο επιτιθέμενος θα ήταν εκτεθειμένος στο τουρκικό Πυροβολικό, χωρίς να καλύπτεται από το δικό του και χωρίς να μπορει να ανταποδώσει τα πυρά. Ουσιαστικά, αυτή ήταν η μοναδική θέση, όπου η κατώτερη αριθμητικά τουρκική δύναμη μπορούσε να ανακόψει την ελληνική προέλαση.
Παρόλα αυτά, ο αμυνόμενος στα στενά είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα, που γνώριζε καλά ο Τούρκος αρχιστράτηγος: υπάρχει μόνο ένας δρόμος υποχωρήσεως, μέσω των στενών της Πόρτας και ο κίνδυνος εγκλωβισμού του στρατού του μέσα στη στενωπό ήταν σοβαρός. Ωστόσο, ο τουρκικός στρατός δεν διέθετε ούτε τα μέσα ούτε και το δυναμικό να διαφυλάξει ισχυρά τα νώτα του.
Η διάταξη του τουρκικού στρατού, σύμφωνα με στοιχεία του Τουρκικού Επιτελείου από το έτος 1929, είχε όπως παρακάτω:
· Μια (1) Μεραρχία στον αριστερό τομέα της τοποθεσίας Σαρανταπόρου.
· Μια (1) Μεραρχία στο δεξιό τομέα του Σαρανταπόρου.
· Δύο (2) ίλες ιππικού προωθημένες, οι οποίες κάλυπταν το δεξιό των Τούρκων προς την κατεύθυνση του χωριού Γιαννωτά.
· Τέσσερα (4) τάγματα Πεζικού με λόχο πολυβόλων στην τοποθεσία Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
· Διάφορες τουρκικές δυνάμεις μικρότερης δύναμης στην ευρύτερη περιοχή.
Οι παραπάνω δυνάμεις των Τούρκων μπορούσαν να ενισχυθούν επίσης από τις πε­ριοχές Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης. Επομένως, ο τουρκικός στρατός που επρόκειτο να αντιπαραταχθεί στη Στρατιά Θεσσαλίας μπορούσε να ανέλθει, σύμφωνα με τις πλη­ροφορίες που υπήρχαν μέχρι την παραμονή της μάχης, σε 31 τάγματα Πεζικού, 10 ίλες ιππικού και 35 πυροβολαρχίες.
Αν οι τουρκικές δυνάμεις πλεονεκτούσαν λόγω της αμυντικής τους θέσης, οι ελληνι­κές υπερτερούσαν αριθμητικά. Η Στρατιά Θεσσαλίας είχε συνολικά 49 τάγματα Πεζικού, 6 τάγματα Ευζώνων, 60 πολυβόλα, 26 πεδινές πυροβολαρχίες, 5 ορειβατικές πυροβο­λαρχίες, 8 ίλες ιππικού, 6 ημιλαρχίες, 7 λόχους Μηχανικού, 2 λόχους τηλεγραφητών, 2 λόχους γεφυροποιών και 4 αεροπλάνα αναγνωρίσεως.
Οι Μονάδες της Στρατιάς Θεσσαλίας, το βράδυ της 8ης Οκτωβρίου, έφθασαν στις περιοχές συγκεντρώσεως μάχης, όπως παρακάτω:
· Οι I, II και III Μεραρχία, από το χωριό Κοκκινόγι μέχρι το χωριό Λυκούδι.
· Η ΙV Μεραρχία στο χωριό Γιαννωτά. Η V Μεραρχία στο χωριό Λουτρό.
· Η Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη στη Δεσκάτη.
· Το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου στο χωριό Καλύβια.
· Το πεδινό πυροβολικό των Μεραρχιών θα υποστήριζε τον αγώνα συγκεντρωτικά.
· Το Γενικό Στρατηγείο στην Ελασσόνα.
Με απόφαση που έλαβε η Τουρκική Διοίκηση, διατάχθηκε σθεναρή άμυνα, με το σύ νολο σχεδόν των διατιθέμενων δυνάμεων, στις οχυρές τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
Το σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου βασιζόταν γενικά στην κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των αμυνόμενων στη Στενωπό Σαρανταπόρου κύριων τουρκικών δυνά­μεων, με ταυτόχρονη και από τις δύο πλευρές υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για αποκοπή της συμπτύξεώς τους και καταστροφή του εχθρού. Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε στις 8 Οκτωβρίου τις σχετικές διαταγές και οδηγίες επιχειρήσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω της δυσκολίας που παρουσιαζόταν στους προϊσταμέ­νους να επικοινωνούν με τους υφισταμένους τους και αντίστροφα, τόσο εξαιτίας των δυσμενών εδαφικών και καιρικών συνθηκών, όσο και καθαρά λόγω των υλικών διαβιβάσε­ων, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος εξέδωσε μια μέρα νωρίτερα Γενική Διαταγή, με την οποία ουσιαστικά έδινε οδηγίες προς τις Μεραρχίες για το πώς θα ενεργήσουν σε περίπτωση καθυστερημένης ή ελλιπούς επικοινωνίας……………Η επίθεση άρχισε.
Οι διαταγές, όμως, του Κωνσταντίνου το προηγούμενο βράδυ ήταν σαφείς. Σκοπός ήταν να αποκοπεί η υποχώρηση και να καταστραφεί ο εχθρικός στρατός. Το βάρος έπεσε στη μετωπική επίθεση και οι τρεις Μεραρχίες στο κέντρο προχωρούσαν με δυσκολία, εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους, αλλά κυρίως λόγω των σφοδρών πυρών του τουρκικού Πυροβολικού. Το ελληνικό Πυροβολικό είχε καθυστερήσει εξαιτιας του ανώ­μαλου εδάφους και μόλις αργά το μεσημέρι άρχισε να υποστηρίζει την προέλαση του Πεζικού, που στο μεταξύ είχε υποστεί σοβαρές απώλειες.
Η συνδρομή του ελληνικού Πυροβολικού περιγράφεται χαρακτηριστικά από τον Χασάν Ταξίν Πασά: «…η δράσις πυρός του εχθρού επεκτεινεται καταστρεπτικός και αποτελεσμα­τικός, τα πυροβόλα του βροντούν διαρκώς, σχεδόν άτρωτα από την δράσιν των ιδικών μας, τα οποία, παρ’ όλην την μαθηματικήν ακρίβειαν βολής και του ιδιου βεληνεκούς δεν ημπορούν να σιγήσουν ούτε εν εχθρικόν πυροβόλον».
Την ατμόσφαιρα της μάχης μας διασώζει ο δημοσιογράφος Γιώργος Βεντήρης, που βρισκόταν στο Σαραντάπορο: «Στις 6 το βράδυ το πυρ δεν είχε παύσει. Κατά τις 7 το Σαραντάπορο φαινόταν σαν φλεγόμενο φρούριο. Ψηλά άστραφταν τα κανόνια. Άγρια θύελλα εξέσπασε τότε. Η κοιλάς του αιματηρού αγώνος εβυθισθη εις φρίκην, χειροτέραν από εκείνην της μάχης. Η νύκτα ήλθεν ως όνειρον τρόμου μετά τον εφιάλτην της ημέρας. Πληγωμένοι εσύροντο εις το λασπωμένο χώμα. Κανείς δεν επαράστεκε την αγωίαν των νεκρών. Οι νοσοκόμοι έτρεχαν ως φαντάσματα. ‘Οταν δεν έπεφτε αστροπελέκι, ακούοντο στεναγμοί Και η βροχή εμαστίγωνεν επίμονα, αλύπητα, τα πτώματα, τους ανθρώ­πους, τα άλογα, τα δένδρα…».
Αλλά και ο Πουλόπουλος στο ημερολόγιό του καταγράφει:
«Τρίτη 9 Οκτωβρίου: 06:30 συσσίτιον ζωμός και κρέας. Σύνταξις των λόχων και εκκίνησις προς πορείαν.
Εκκινήσαμεν βαδίζοντες διά λόφων οργωμένων. Εκεί ακούσαμεν κανονιο­βολισμούς προερχομένους εκ του εχθρού οχυρωμένου εις τα υψώματα Σαρανταπόρου βάλλοντος κατά του εξ αριστερών προχωρούντος 7ου πεζικού συντάγματος και εκ των προπορευομένων λόχων του 1ου τάγματος του συντάγματος μας. Αι οβίδαι εκρήγνυντο ολίγα βήματα μακράν μας άνωθεν των κεφαλών μας αλλά δεν μας κάμνουν καμμίαν εντύπωσιν. Ιδιάζουσα οσμή αισθανόμεθα προερχομένην εκ της πυρίτιδος.
Ηδη έχομεν πλησιάσει εις την βολήν τουρκικού και αι σφαίραι συρίζουν άνωθεν δεξιά και αριστερά.
Προχωρώ πρηνηδόν και τάσσομαι εις την γραμμήν …. Σκοπεύω αριστερά κατά διαταγήν του επιλοχίου επί της κλητείος και ολίγον κα­τωτέρω της κορυφογραμ­μής με πυρ ταχύ. Αίφνης ακούω τον Ρετσινόπουλον να φωνάζη: «Αποστόλη πάει το χέρι μου», γυρίζω και ατενίζω και βλέπω το πρόσωπό του καταματωμένον. Σφαίρα τον επλήγωσε εις τα μάγουλα και την χείρα, του φωνάζω «κουράγιο» και εξακολουθώ να ρίχνω. Είμεθα τόσο εκτεθειμένοι διότι ο εχθρός είναι του­λάχιστον 100 μέτρα υψηλότερά μας και μας βλέπει καλά.
Εις εκάστην βολήν του τηλεβόλου μας αισθανόμεθα άμετρον θάρρος και εις κάθε ομοβρο­ντία του φωνάζομεν «μπράβο, βάρα του». Ο επιλοχίας μου ζητεί καπνόν και μου στρίβει τσιγαρέτον καθώς και εις τον εαυτόν του, καπνιζομεν μετά δυσκολίας Καμία κίνηση, όμως, δεν παρουσιαζόταν στην πλευρά των Τούρκων. Από τις περιπόλους διαπιστώθηκε ότι είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Με δύο τηλεγραφήματα, του Διαδόχου και του Αρχηγού Δαγκλή, που δε μένουν κρυφά από τον τύπο, στη στήλη «επί του πιεστηρίου», επιβεβαιώνεται η πανωλεθρία υπό μουσικήν σφαιρών.
Ότε ήρχισεν να νυκτώνη περί την 6ην μ μ. έπαυσε το σφοδρόν πυρ και ο εχθρός και ηκούοντο μόνον κροτούντα τινά των τηλεβόλων του. Ηννοήσαμεν ότι τούτο εσήμαινε υποχώρησιν και οι τελευταίοι κανονιοβολισμοί ήσαν δια να υποστηρίξουν την υποχώρησιν του λοιπού στρατεύματος.
Η εμμονή εις την θέσιν μας και θαρραλέα προχώρησις εφόβησεν τον εχθρόν καθώς και η προς τα αριστερά επίθεσις της αριστερός πτέρυγάς μας, του έδωκε να εννοήση ότι θα αποκλεισθή και ούτω περί το εσπέρας υπεχώρησεν εν τάχει.
Το πυρ παύει εντελώς εις το μέτωπον το ιδικόν μας… Η λεπτή βροχή εξακολουθεί’, η νύξ δε υποφωτιζεται υπό σελήνης κρυπτομένης όπισθεν των συννέφων. Πίπτω εκεί έχων τον γυλιόν ως προσκεφάλιον και τυλιχθεις με το αντίσκηνόν μου απεκοιμήθην τον ηδύτατον των ύπνων.».
Την ίδια μέρα ο διάσημος χειρουργός Μαθιός Μακκάς, της δεύτερης μοίρας νοσοκομείων της I Μεραρχίας, αναφέρει στο ημερολόγιό του:
«Τρίτη 9 Οκτωβρίου: Από το πρωί άρχισε σήμερα η δουλειά της ιδρύσεως του νοσοκομείου. Υπήρχε έως τώρα ένα νοσοκομεί- ον με 40 κρεβάτια και πρόκειται να μείνη μόνο για τους παθολο­γικούς, για τραυματίας δε το καινούργιο. Χειρουργικά είδη υπάρχουν ελάχιστα, μόνον τα απολύτως αναγκαία. Το απόγευμα στις 2 ήτο το λεγόμενον νοσοκομείον έτοιμον. Φυσικά στρωματσάδα.
Στις 5 άρχισαν να φέρνουν τους τραυματίας. Φροντίς για μεταφοράν τραυματιών δεν υπάρχει. Εν γένει η υγειονομική υπηρεσία είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχη. Διοργάνωσις φρικωδώς ατελής.
Μας έφεραν έως το βράδυ 120 τραυματίας. Ευτυχώς ως επί το πλειστον ελαφρώς πληγωμένους. Όλα τα τραύματα τα εθεραπεύσαμεν με ιώδιον και ασηπτικόν επίδεσμον. Οι έτοιμοι επίδεσμοι του στρατού καλοί, αλλά πολύ μεγάλοι και δυσκολομεταχείριστοι. Τη νύχτα είχε γεμίσει το νοσοκομειόν μας και αρχίσαμε να στέλνωμε στον ακραίο σταθμόν, ο οποίος έπιασε ένα σπίτι και άνοιξε νοσοκομείον για να μπορέσει να χωρέση 40 τραυματίας».
Όταν βράδιασε, ο αγώνας στο μέτωπο των τριών Μεραρχιών του κέντρου διακόπηκε. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος, που άκουγε από μακριά τα πυροβόλα του να σιγούν, αναφέρει με απελπισία πως σώθηκαν μόνο τρία. Γνώριζε ήδη πως η μάχη είχε κριθεί. Όλα σχεδόν τα τμήματα της Στρατιάς, όλη τη μέρα της 9ης Οκτωβρίου, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, αφού πάλεψαν όχι μόνο εναντίον ισχυρά οργανωμένου αντιπάλου, αλλά και ενάντια στις εδαφικές και καιρικές δυσχέρειες.
Το επόμενο πρωί οι ελληνικές Μεραρχίες προετοιμάζονταν για τη συνέχιση της επίθεσης του τουρκικού στρατού.
Η υποχώρηση των Τούρκων δεν έγινε αντι­ληπτή από τα ελληνικά τμήματα, κυρίως λόγω της πυκνής ομίχλης και της βροχής. Πραγματοποιήθηκε δε τόσο βιαστικά, ώστε οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να ειδοποιήσουν ένα τάγμα τους που βρισκόταν στο χωριό Λιβάδι. Αυτό το συνάντησε το επόμενο πρωϊ το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου στην προέλασή του. Η μάχη διάρκεσε 3 ώρες και τελικά το τάγμα κατάφερε να ξεφύγει προς τα Σέρβια, αλλά άφησε πίσω του 80 αιχμαλώτους.
Για αυτή την επόμενη μέρα ο Πουλόπουλος καταγράφει:
«Τετάρτη 10 Οκτωβρίου: Ανιχνευταί και περίπολοι μας ειδοποιούν ότι ο εχθρός την νύχτα εγκατέλειπε την οχυρωτάτην του θέσιν. Περί ώραν 6η π.μ. διατάσσεται εκκινησις προς τα πρόσω. Ο συνταγματάρχης μας καλέσας ημάς μας γνωστοποίη- σεν διαταγήν του αρχηγού Διαδόχου εις ήν εξέφραζε την ευαρέσκειάν του προς το 1ον Πεζικόν Σύνταγμα. Επεσκέφθην τας θέσεις του εχθρού οπόθεν διέκρινα και την ιδικήν μας. Αι του εχθρού οχυρώτατοι, είχαν σκάψει τάφρους βάθους 1μ. κάτωθεν της κορυφογραμμής, η δε ιδική μας θέσις εφαίνετο πολύ χαμηλά. Το απόγευμα εγένετο εκκινησις προηγουμένου του 3ου Συντάγματος δια των Στενών του Σαρανταπόρου τα οποία διασχίζει αμαξιτή οδός».
Στο νοσοκομείο, όμως, του χειρουργού Μακκά τα νέα δεν είναι όλα ευχάριστα:
«Τετάρτη 10 Οκτωβρίου: Σήμερα το απόγευμα άρχισαν πάλι να φέρνουν τραυματί­ας. Έως το πρωί στις 11 έφεραν στο δικό μας νοσοκομείον 120 και άλλους 140 στο νοσοκομείο της πριγκίπισσας Αλίκης και στον Ακραιον σταθμόν του Χρηστίδου. Αρκετοί βαρέως πληγωμένοι. Το 1ον Σύνταγμα έπαθε πολύ, επίσης καθώς λέγουν το 4ον. Τοπρωί ήδη εγνώσθη ότι οι Τούρκοι υποχωρούν καταδιωκόμενοι».
Το Γενικό Στρατηγείο, όταν στο μεταξύ πληροφορήθηκε τη σύμπτυξη των Τούρκων, εξέδωσε διαταγές, με τις οποίες καθορίζονταν οι επιμέρους αποστολές των ελληνικών τμημάτων για την καταδίωξη των Τούρκων προς όλες τις κατευθύνσεις.
Για την υλοποίηση των νέων διαταγών του Γενικού Στρατηγείου, οι Μεραρχίες τέ­θηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, μέρος από το υπόλοιπο υλικό των Τούρκων και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών.
Μια μάλλον αναλυτικότερη περιγραφή έχουμε από το ημερολόγιο του Που­λόπουλου:
«Πέμπτη 11 Οκτωβρίου: Την πρωίαν μετά συσσίτιον διετάχθη η προχώρησις. Εξακο- λουθούμεν επί της οδού διερχόμενοι τα στενά. Καθ’ οδόν εύρομεν εγκαταλελειμμένα 24 ταχυβόλα τουρκικά μετά των βλητοφόρων των κα­θώς σκηνάς, οχήματα και διάφορα σκεύη μαγειρικά. Οκαιρός είναι κα­λός. Το απόγευμα εξήλθομεν των στενών. Εκεί εκείντο εκατοντάδες τουρκικών πτωμάτων και το πεδίον ήτο πυκτότατα κεκαλυμμένον υπό των τουρκικών πτωμάτων.
Το απόγευμα ευρέθημεν προ της πεδιάδος των Σερβίων. Το σύνταγμά μας κατεσκήνωσεν τρία τέταρτα της ώρας μακράν της πόλεως.
Οι τουρκικές απώλειες, όμως, περιγράφονται και από αναφορές των διαφόρων ελληνικών τμημάτων:
Από την άλλη ο χειρουργός Μακκάς συνεχίζει με την περιγραφή κάποιων ιδιαίτερα άσχημων εικόνων:
«Πέμπτη 11 Οκτωβρίου: Σήμερα ελάβαμε διαταγήν να φύγωμε για το Χάνι του Χατζη- γώγα. Στον δρόμο θα συναντήσαμε περί του 150 πληγωμένους που επήγαιναν πεζοί ή με κάρρα στην Ελασσώνα. Υπολογίζομεν τους τραυματίας του Σαρανταπόρου εις 700, καθώς έμαθα ύστερα ήσαν περίπου 1000. Νεκροί περί τους 100. Τα χειρουργεία δεν είχαν ούτε κονιάκ, ούτε τσάι, ούτε ψωμί ούτε ξύλα για να ψήσουν. Πολλοί από τους τραυματίας έμειναν 24 ώρες στο ύπαιθρον».
Συνολικά οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 182 νεκροί και σχεδόν 1000 τραυματίες, όπως φαίνεται και με λεπτομέρειες:
Σε αυτούς, όμως, τους τραυματίες και νεκρούς αναφέρεται και η Ημερήσια Διαταγή της ΙΙ Μεραρχίας της 11ης Οκτωβρίου, με την οποία ο στρατηγός διοικητής συγχαίρει όλα τα στρατεύματα της Μεραρχίας και τα καλεί να αποπερατώσουν το σκοπό τους.
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού συνεχίστηκε. Στις 10 Οκτωβρίου εισήλθε ελευ­θερωτής στην πόλη των Σερβίων και στις 11 Οκτωβρίου απελευθερώνει την Κοζάνη, ενώ στις 13 Οκτωβρίου βρίσκεται στο υψίπεδο της Κοζάνης.
Η μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Ελληνικού Στρατού στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χασάν Ταξίν Πασάς, ήταν μια νίκη «περηφανής, λαμπρά δε και από απόψεως συνεπειών».
Στο γενικό θετικό απόηχο της νίκης, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τα προβλή­ματα που υπήρξαν και στις δύο πλευρές. Αυτά των Τούρκων ήταν αξεπέραστα. Αυτά των Ελλήνων ευτυχώς δεν επαναλήφθηκαν και δε στάθηκαν μοιραία ούτε για την πρώτη σημαντική μάχη ούτε για τη συνέχεια. Ήταν, όμως, αναμενόμενα, καθώς αυ­τή ήταν η πρώτη σοβαρή επιχείρηση και η πρώτη δοκιμή για τον Ελληνικό Στρατό και τον Κωνσταντί­νο μετά το 1897.
Το αρχικό σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου δεν εφαρμόστηκε ακριβώς. Η κακή εκτίμηση του εδά­φους και του χρόνου που θα χρειαζόταν για την κάλυψη των αποστάσεων δεν επέτρεψε την έγκαιρη δράση του Πυροβολικού και των πλάγιων Μεραρ­χιών. Η έλλειψη συνοχής και συντονισμού μεταξύ των μονάδων επίσης δημιούργησε προβλήματα, όπως και η έλλειψη σταθερής επαφής με τον εχθρό. Για όλους αυτούς τους λόγους οι Τούρκοι κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Ωστόσο, η νίκη του Ελληνικού Στρατού τόνωσε το ηθικό των πολεμιστών και είχε ανοίξει το δρόμο για την απελευθέρωση της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Πηγή
Άρθρο του Τχη (ΠΒ) Γεώργιου Β. Σκαλτσογιάννη που δημοσιεύθηκε στην Στρατιωτική Επιθεώρηση τεύχος Σεπ. – Οκτ. 2006
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Yλικό της Διεύθυνσης Ιστορίας ΣτρατούΔΙΣ/ΓΕΣ.(Πηγή: http://dakepekoz.blogspot.gr)
  Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΕΣΚΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
 

του ΧΡΗΣΤΟΥ Δ. ΒΗΤΤΟΥ
Υποστρατήγου ε.α.

Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1912-1913

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος 1912-13 αποτελεί σημαντικό σταθμό στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Μεγάλα εδαφικά διαμερίσματα του Ελληνισμού απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό και ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό. Η Μακεδονία, η Ήπειρος και τα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου αποτέλεσαν…

τις «Νέες Χώρες» της Ελλάδας.

Μετά την ατυχή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, οι ελληνικές κυβερνήσεις συνειδητοποίησαν ότι χωρίς καλά οργανωμένο και άριστα εκπαιδευμένο στρατό, δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών. Καθοριστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό και στη δημιουργία ενός αξιόμαχου και ετοιμοπόλεμου στρατού έπαιξε κυρίως η επανάσταση του 1909 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Την εποχή εκείνη η Τουρκία εξακολουθούσε να είναι ακόμη ισχυρή και η πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν ευνοούσε οποιαδήποτε αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος (status quo) στην περιοχή. Με τα δεδομένα αυτά η Ελλάδα προέβλεπε ότι, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η Τουρκία έπρεπε να δράσει από κοινού με τα λοιπά χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο), τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους. Η Ελλάδα, για να προετοιμαστεί έγκαιρα για τις επικείμενες επιχειρήσεις, κήρυξε γενική επιστράτευση στις 17 Σεπτεμβρίου 1912. Με την ευκαιρία της επιστράτευσης έσπευσαν να καταταγούν και πολλοί Έλληνες εθελοντές που ζούσαν στο εξωτερικό καθώς και αρκετοί φιλέλληνες, με αποτέλεσμα να καλυφθούν σχεδόν όλες οι ελλείψεις των μονάδων σε προσωπικό, να συγκροτηθούν ανεξάρτητα τμήματα με αποστολή τη διασφάλιση και φρούρηση των κατεχόμενων εδαφών, να δημιουργηθούν διάφορα σώματα προσκόπων και το Σώμα Γαριβαλδινών.

Πρόσκοποι ονομάστηκαν τότε εκείνοι που δεν ήταν υπόχρεοι σε στράτευση και κατατάχθηκαν εθελοντικά. Οι εθελοντές αυτοί, αφού έδωσαν τον όρκο του στρατιώτη και οργανώθηκαν σε ξεχωριστά τμήματα (σώματα), με επικεφαλής αξιωματικούς ή οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα, εντάχθηκαν στο Στρατό Θεσσαλίας και στο Στρατό Ηπείρου, αναλαμβάνοντας διάφορες αποστολές.

Για την καλύτερη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και λόγω της διαμόρφωσης του γεωγραφικού χώρου, η δύναμη του στρατού που προέκυψε από την επιστράτευση, κατανεμήθηκε σε δύο μέρη και έτσι συγκροτήθηκε ο Στρατός Θεσσαλίας και ο Στρατός Ηπείρου.

Ο Στρατός Θεσσαλίας, με διοικητή το διάδοχο Κωνσταντίνο, περιλάμβανε το Γενικό Στρατηγείο, επτά μεραρχίες (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VI, VII), μία ταξιαρχία ιππικού, τέσσερα τάγματα ευζώνων, την Υπηρεσία Μετόπισθεν και τέσσερα αεροσκάφη τύπου Farman. Από τα τάγματα ευζώνων σχηματίστηκαν δύο ανεξάρτητα αποσπάσματα, το πρώτο με διοικητή το συνταγματάρχη μηχανικού Στέφανο Γεννάδη (1ο και 4ο τάγματα) και το δεύτερο τον αντισυνταγματάρχη μηχανικού Κωνσταντίνο Κωνσταντινόπουλο (2ο και 6ο τάγματα). Συνολικά ο Στρατός Θεσσαλίας είχε δύναμη 100.000 άνδρες και ήταν  συγκεντρωμένος στην περιοχή της Λάρισας.

Ο Στρατός Ηπείρου, με διοικητή τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, περιελάμβανε το Στρατηγείο και μία μεραρχία δύναμης 10.500 ανδρών (αργότερα ονομάστηκε VΙΙΙ Μεραρχία). Είχε συγκεντρωθεί στην περιοχή της Άρτας.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το ελληνικό Πολεμικό  Ναυτικό κυριαρχούσε στο βόρειο Αιγαίο, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζει τη μεταφορά ενισχύσεων του τουρκικού στρατού από την ασιατική Τουρκία προς το μέτωπο της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

Διάταξη τουρκικού στρατού

Ο τουρκικός στρατός που είχε αντιπαραταχθεί στα θεσσαλικά σύνορα, στις 4 Οκτωβρίου είχε την ακόλουθη διάταξη:

Σε πρώτη γραμμή, στην περιοχή Γρεβενά – Δεσκάτη – Ελασσόνα – Καρυά υπήρχαν 12 τάγματα πεζικού, 1 ίλη ιππικού και 4 πυροβολαρχίες.

Σε δεύτερη γραμμή, στην περιοχή Σέρβια – Κοζάνη, υπήρχαν 12 τάγματα πεζικού, 2 ίλες ιππικού και 3 πυροβολαρχίες.

Οι παραπάνω δυνάμεις, σύμφωνα με την εκτίμηση του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, είχαν τη δυνατότητα να ενισχυθούν από την περιοχή Μοναστηρίου με 15 τάγματα πεζικού, 4 ίλες ιππικού και 12 πυροβολαρχίες και από τη Θεσσαλονίκη με 4 τάγματα πεζικού, 5 ίλες ιππικού και 17 πυροβολαρχίες.

Η δύναμη του  τουρκικού στρατού που μπορούσε να αντιταχθεί στην προέλαση του Στρατού Θεσσαλίας ανερχόταν σε 35.000 άνδρες.

Η διάσπαση της τοποθεσίας του Σαρανταπόρου

Ο διοικητής του Στρατού Θεσσαλίας αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος, έχοντας την εξουσιοδότηση του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου, εξέδωσε στις 4 Οκτωβρίου 1912 γενική διαταγή επιχειρήσεων, η οποία καθόριζε ότι από το πρωί της 5ης Οκτωβρίου θα άρχιζε η προέλαση των στρατιωτικών τμημάτων από την περιοχή Ελασσόνας – Δεσκάτης.

 Έτσι, οι μεραρχίες και τα ανεξάρτητα αποσπάσματα άρχισαν από το πρώτο φως της 5ης Οκτωβρίου να προελαύνουν πέρα από τα σύνορα. Εξουδετέρωσαν αρχικά τα τουρκικά φυλάκια της ελληνοτουρκικής μεθορίου και απώθησαν τις προφυλακές του εχθρού. Μέχρι τις 6 Οκτωβρίου είχαν απελευθερωθεί η Ελασσόνα και η Δεσκάτη.

Ο επόμενος σοβαρός αντικειμενικός σκοπός του Γενικού Στρατηγείου ήταν η εκπόρθηση των στενών του Σαρανταπόρου με κατά μέτωπο επίθεση και ταυτόχρονη υπερκερωτική ενέργεια, από τα δύο πλευρά.

Τη «φύσει» οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου οι Τούρκοι την είχαν ενισχύσει με σειρά ορυγμάτων μάχης και είχαν αποφασίσει να αντιτάξουν εκεί σθεναρή άμυνα.

Η επίθεση του ελληνικού στρατού άρχισε το πρωί της 9ης Οκτωβρίου, με την ισχυρή υποστήριξη του πυροβολικού. Ακολούθησε σκληρός και αιματηρός αγώνας που διήρκεσε όλη την ημέρα. Οι Τούρκοι, απειλούμενοι να κυκλωθούν, υποχρεώθηκαν τη νύχτα 9/10 Οκτωβρίου να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να συμπτυχθούν προς Σέρβια – Κοζάνη. Ο ελληνικός στρατός συνέχισε την καταδίωξη και την επομένη απελευθέρωσε τα Σέρβια.

Η νίκη από τη μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε μεγάλης σπουδαιότητας για την αναπτέρωση του ηθικού του ελληνικού στρατού μετά την ηττοπάθεια που είχε επικρατήσει εξαιτίας του πολέμου του 1897. Απέδειξε ότι ο εχθρός δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά και να αντισταθεί στην ορμητικότητα των Ελλήνων. Το επιθετικό πνεύμα και η πίστη για τη νίκη κυριάρχησαν από την αρχή μέχρι το τέλος της μάχης. Για την εκπόρθηση των στενών του Σαρανταπόρου χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και αρκετές θυσίες, όπως απέδειξαν οι απώλειες σε αξιωματικούς και οπλίτες.

Απελευθέρωση Δεσκάτης (6 Οκτωβρίου 1912)

Τη Δεσκάτη και τα Γρεβενά απελευθέρωσε το ανεξάρτητο Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη (1ο και 4ο Τάγματα Ευζώνων), το οποίο είχε αποστολή να δράσει στο άκρο αριστερό της διάταξης της Στρατιάς Θεσσαλίας.

Η σύνθεση του Αποσπάσματος ήταν η ακόλουθη:

Διοίκηση-Επιτελείο

Διοικητής: Συνταγματάρχης μηχανικού Στέφανος Γεννάδης

Επιτελείο: Δύο αξιωματικοί του μηχανικού, ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Γεωργιάδης και ο  υπολοχαγός Γεώργιος Αφθονίδης.

Μονάδες

         1ο Τάγμα Ευζώνων (4 λόχοι). Διοικητής αντισυνταγματάρχης πεζικού Ιωάννης Καμπούρης.

·        4ο Τάγμα Ευζώνων (4 λόχοι). Διοικητής ταγματάρχης πεζικού Βασίλειος Βέλλος.

·        Διμοιρία Πολυβόλων

·        Ομάδα ιππικού (10 ιππείς) με επικεφαλής υπαξιωματικό.

Η δράση του εξελίχθηκε ως εξής:

Στις 5 Οκτωβρίου προήλασε από το χωριό Κονισκός προς το χωριό Τσούκα (Φωτεινό) Καλαμπάκας και μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών εξεδίωξε τις απογευματινές ώρες την τουρκική φρουρά από τον μεθοριακό σταθμό και κατέλαβε τον αυχένα στα βόρεια του χωριού, διατηρώντας ανοιχτό το δρομολόγιο από Τσούκα προς Δεσκάτη.

Το Γενικό Στρατηγείο το μεσημέρι της 5ης Οκτωβρίου έδωσε διαταγή στο Απόσπασμα να κινηθεί από Τσούκα προς Δεσκάτη και να καταλάβει μεταξύ του χωριού Παρασκευής και Δεσκάτης αυχένα, διευκολύνοντας την κίνηση της Ταξιαρχίας Ιππικού.

Επίσης έδωσε διαταγή στην Ταξιαρχία Ιππικού να ξεκινήσει την 0700 ώρα από το Πραιτώρι και να κατευθυνθεί δια μέσου Συκιάς – Κεφαλόβρυσου – υψώματος 853 προς Δεσκάτη υποστηρίζοντας την ενέργεια του Αποσπάσματος. Η Ταξιαρχία όμως, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες (στενό δρομολόγιο επί μήκους πέντε χιλιομέτρων κλπ.), δεν έφθασε στον προορισμό της την καθορισθείσα ώρα, οπότε την ευθύνη για την απελευθέρωση της Δεσκάτης την επωμίσθηκε εξ ολοκλήρου το Απόσπασμα Γεννάδη.

Στις 6 Οκτωβρίου και ώρα 0700 το Απόσπασμα Γεννάδη άρχισε να κινείται από το χωριό Τσούκα (Φωτεινό) προς τη Δεσκάτη. Η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη, γιατί τα υψώματα κοντά στη Δεσκάτη καλύπτονταν από πυκνή ομίχλη.

Ο εχθρός κατείχε με ένα τάγμα πεζικού των 700 ανδρών το ευρισκόμενο νότια της κωμόπολης ύψωμα Τρέτιμος (Τρετίμ Τεπέ), το οποίο είχε οργανώσει με ενισχυμένα ορύγματα μάχης. Όταν τα ελληνικά τμήματα πλησίασαν σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων αντιλήφθηκαν την εχθρική αμυντική διάταξη και αμέσως αναπτύχθηκαν για επίθεση ως εξής:

Το 4ο Τάγμα Ευζώνων στη δεξιά κατεύθυνση, με τη μια διλοχία προς το ύψωμα Τρέτιμος και την άλλη προς τον αυχένα ανατολικά του υψώματος.

Το 1ο Τάγμα  Ευζώνων στην αριστερή κατεύθυνση, με μια διλοχία προς τον αυχένα δυτικά του υψώματος Τρέτιμος και το χωριό Παρασκευή, ενώ διέθεσε ένα λόχο στο αριστερό της διλοχίας με αποστολή να υπερκεράσει τον εχθρό από αριστερά. Ένας λόχος κρατήθηκε πίσω από τα μαχόμενα τμήματα ως εφεδρεία του Αποσπάσματος.

Τα κινούμενα κατά μέτωπο τμήματα  στις 0900 δέχτηκαν πυρά από μεγάλη απόσταση, αλλά δεν ανέκοψαν την κίνησή τους και συνέχισαν με κανονικό ρυθμό την επιθετική τους ενέργεια.

Τα τουρκικά τμήματα, δεχόμενα ισχυρή πίεση κατά μέτωπο και από τα πλευρά αναγκάστηκαν μετά από μάχη τεσσάρων ωρών να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να συμπτυχθούν προς Λαζαράδες και Σέρβια. Επί του πεδίου της μάχης έπεσαν νεκροί ο λοχαγός Δημοσθένης Μανουσάκης και ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Βεργίνης.

Το Απόσπασμα Γεννάδη, αφού κατέλαβε το ύψωμα Τρέτιμος και το χωριό Παρασκευή, κινήθηκε ταχύτατα προς Δεσκάτη, όπου έγινε με ενθουσιασμό δεκτό από τους κατοίκους.

Τις δύο επόμενες ημέρες (7 και 8 Οκτωβρίου) παρέμεινε στον ίδιο χώρο (Δεσκάτη – Παρασκευή), αναμένοντας διαταγές για την περαιτέρω δράση του.

Στις 9 Οκτωβρίου διέσχισε το  βουνό Βουνάσα και κινήθηκε προς Λουζιανή (Ελάτη) και πόρο Ζάβορδας με σκοπό να εξασφαλίσει το πέρασμα από εκεί της V Μεραρχίας, η οποία ενεργούσε κυκλωτική ενέργεια στο αριστερό της διάταξης της Στρατιάς Θεσσαλίας.

Η V Μεραρχία κινούμενη στις 9 Οκτωβρίου από το χωριό Λουτρός προς τον Αλιάκμονα συνάντησε σοβαρή εχθρική αντίσταση στο χωριό Λαζαράδες και συνεπλάκη με τον εχθρό. Το Απόσπασμα, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς κινήθηκε προς Λαζαράδες, για  να ενισχύσει τη Μεραρχία. Ο αγώνας διεξήχθη με σκληρότητα και πείσμα και από τις δύο πλευρές. Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύχτας επωφελούμενοι του σκότους και της ραγδαίας βροχής εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανενόχλητοι προς Κοζάνη.

Οι απώλειες του Αποσπάσματος ήταν νεκροί αξιωματικοί 3, οπλίτες 22. Μεταξύ των νεκρών αξιωματικών ήταν και ο λοχαγός του 1ου Τάγματος Ευζώνων Ευστάθιος Κατσιώτης.

Απελευθέρωση Γρεβενών (15 Οκτωβρίου 1912)

Στις 10 Οκτωβρίου ο διοικητής του  Αποσπάσματος κινήθηκε από Λαζαράδες προς τη Μονή Ζιδανίου (ΒΔ του χωριού Μικρόβαλτου), όπου παρέμεινε επί διήμερο (11 και 12 Οκτωβρίου), αναμένοντας διαταγές. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου έλαβε από τα Σέρβια τη διαταγή του διαδόχου Κωνσταντίνου για κατάληψη της πόλης των Γρεβενών. Η διαταγή αυτή περιείχε τα παρακάτω πληροφοριακά στοιχεία:

         Μετά την ήττα στα Στενά του Σαρανταπόρου ο εχθρός υποχώρησε προς διάφορες κατευθύνσεις.

·        Η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε στις 11 Οκτωβρίου χωρίς αντίσταση την Κοζάνη.

·        Η Στρατιά θα διερχόταν στις 13 Οκτωβρίου τον Αλιάκμονα και θα προήλαυνε προς Βορρά.

·        Το Απόσπασμα (Γεννάδη) με τμήμα της τηλεγραφικής υπηρεσίας να προελάσει προς Γρεβενά και αρχικά μέχρι τη Σιάτιστα, για να καθαρίσει την περιοχή από τα υπάρχοντα εγκατεσπαρμένα μικρά  εχθρικά τμήματα και να εξασφαλίσει τις συγκοινωνίες και τα νώτα της Στρατιάς.

Για την υλοποίηση της αποστολής αυτής ο συνταγματάρχης Γεννάδης έπρεπε να έχει υπόψη του τα εξής:

1)      Να συνδεθεί τηλεγραφικά με το Στρατηγείο, για να υπάρχει συνεχής επαφή.

2)      Οι μονάδες του να τρέφονται από τους επιτόπιους πόρους επιτάσσοντας τα αναγκαία εφόδια και μεταγωγικά μέσα.

3)      Ο ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά και υγειονομικό υλικό θα γινόταν από Καλαμπάκα – Βελεμίστι (Αγιόφυλλο).

4)      Στις καταλαμβανόμενες από το Απόσπασμα πόλεις θα εγκαθιστούσε την ανάλογη φρουρά ασφάλειας. Για το σκοπό αυτό υπήρχαν στη διάθεσή του τα ευρισκόμενα στο Βελεμίστι τμήματα στρατού του εσωτερικού, τα οποία μπορούσε από τη στιγμή εκείνη να τα δίνει απευθείας διαταγές.

5)      Ως διοικητής του Αποσπάσματος ήταν εξουσιοδοτημένος να διορίζει τις πολιτικές αρχές των απελευθερωμένων εδαφών, οι οποίες θα διοικούσαν την περιοχή ευθύνης τους σύμφωνα με τα ισχύοντα μέχρι τώρα.

Προώθηση Ίλης Ιππικού για συλλογή πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Γρεβενών

Στο μεταξύ η Ταξιαρχία Ιππικού είχε διατάξει στις 9 Οκτωβρίου μία ίλη της, δυνάμεως 137 ανδρών, να ενεργήσει αναγνώριση προς τα Γρεβενά. Η ίλη αυτή αφού ανέτρεψε τις μικροαντιστάσεις που συνάντησε από μεμονωμένες ομάδες Τούρκων στο Καρπερό και στο Φελί έφθασε στις νότιες παρυφές της πόλης (υψώματα Αγίας Παρασκευής) τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας.

 Ένας διοικητής ουλαμού με τέσσερις ιππείς διατάχθηκε να πλησιάσει την πόλη και να αναφέρει για την επικρατούσα κατάσταση. Η πόλη ήταν θεοσκότεινη. Τα μόνα κτίρια που είχαν φως ήταν το Στρατιωτικό Νοσοκομείο (στη θέση που είναι σήμερα η Σχολή Αστυφυλάκων), ο στρατώνας και ένα μόνο «λουξ» έφεγγε στην πλατεία.

Η ίλη διανυκτέρευσε στο Καλαμίτσι κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες (χιονόνερο και δριμύ ψύχος). Το ίδιο βράδυ ο διοικητής της ίλης έστειλε επιστολή με τον ιερέα του χωριού στις τουρκικές αρχές Γρεβενών και ζητούσε να του παραδώσουν την πόλη. Οι Τούρκοι όχι μόνο αρνήθηκαν αλλά το πρωί της επομένης (10 Οκτωβρίου) με επικεφαλής τον Μπεκήρ αγά και 600 περίπου οπλισμένους Οθωμανούς, επιτέθηκαν στην ίλη και την ανάγκασαν να συμπτυχθεί προς τον Αλιάκμονα.

Ο διοικητής της ίλης, επιστρέφοντας στην έδρα της Ταξιαρχίας Ιππικού (περιοχή Σερβίων), πέρασε από τη Μονή Ζιδανίου και ενημέρωσε το συνταγματάρχη Γεννάδη για την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη.

Το ξημέρωμα της 13ης Οκτωβρίου το Απόσπασμα Γεννάδη ξεκίνησε από τη Μονή Ζιδανίου και το βράδυ έφθασε στο Ζημνιάτσι (Παλιουριά) Γρεβενών, όπου διανυκτέρευσε. Το επόμενο βράδυ διανυκτέρευσε στο Φελί. Εκεί έφθασαν τη νύχτα απεσταλμένοι του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού Δάγγουλα και διαφόρων προυχόντων της πόλης, οι οποίοι ανέφεραν στο διοικητή του Αποσπάσματος ότι τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και ότι αυτή ήταν έτοιμη να παραδοθεί στον ελληνικό στρατό.

 Δράση εθελοντικών σωμάτων Κρητών

Περίπου 15 εθελοντικά σώματα [προσκόπων] Κρητών, με δύναμη από 20-50 άνδρες το καθένα, έφθασαν από την έναρξη του πολέμου και μέχρι 15 Οκτωβρίου στο Αγιόφυλλο Καλαμπάκας (ελληνοτουρκικά σύνορα), για να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις της Δυτικής Μακεδονίας. Αρχηγός όλων αυτών ήταν ο λοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης.

Από το Αγιόφυλλο τα σώματα προήλασαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Μερικά από αυτά έφθασαν στις 12 Οκτωβρίου  στη Σιάτιστα, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και την απελευθέρωσαν.

Τρία σώματα, με αρχηγούς τους Μιχαήλ Τσόντο, Μανώλη Νικολούδη και Ιωάννη Μαυρογένη, κατευθύνθηκαν προς το Κηπουριό, για να επιτεθούν εναντίον του ευρισκόμενου εκεί τουρκικού σταθμού. Τον βρήκαν όμως άδειο, καθώς οι Τούρκοι είχαν πληροφορηθεί για την επικείμενη επίθεση και τον εγκατέλειψαν έγκαιρα.. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς το τουρκοχώρι Πηγαδίτσα και αφόπλισαν τους κατοίκους.

 Αίτηση μητροπολίτη Γρεβενών για κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό

Στις 14 Οκτωβρίου ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Δάγγουλας ενημέρωσε εγγράφως τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές Τρικάλων ότι οι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τα Γρεβενά και ζητούσε την επέμβαση του ελληνικού στρατού για κατάληψη της πόλης.

Τα τηλεγραφήματα που επιβεβαιώνουν το γεγονός αυτό ήταν τα ακόλουθα:

(1) Τηλεγράφημα Νομαρχίας Τρικάλων προς Γενικό Στρατηγείο

Τρίκκαλα 14-Χ-12, ώρα 11 π.μ. Γενικόν Στρατηγείον

Εις εν Βελεμιστίω διαμένοντα Ανθυπολοχαγόν Μαντζάρην εκομίσθη υπό τριών πολιτών Μακεδόνων επίσημον έγγραφον Μητροπολίτου Γρεβενών Αιμιλιανού, διευθυνόμενον προς ημέτερον αξιωματικόν τμήματος Βελεμιστίου λέγον ότι Τούρκοι στρατιώται και πολλοί Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν τα Γρεβενά.

Νομαρχών Τρικκάλων Κ ο ν τ ό π ο υ λ ο ς

(2) Τηλεγράφημα Ι Αναπληρωματικής Μεραρχίας προς Γενικό Στρατηγείο

Λάρισα 14-Χ-12, ώρα 1.30΄ π.μ. Γενικόν Στρατηγείον

Πρώτον Τάγμα 24 Πεζικού Συντάγματος τηλεγραφεί ημίν εκ Καλαμπάκας εξής: Γνωρίσατέ μας, παρακαλούμεν εις ποίον μέρος ευρίσκεται Συνταγματάρχης Γεννάδης καθ’ όσον δεν ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν το μέρος. Μητροπολίτης Γρεβενών ειδοποιεί ότι τα Γρεβενά εξεκενώθησαν εκ του Τουρκικού Στρατού και αιτεί δύναμιν προς κατάληψιν.

Ι  Αναπληρωματική Μεραρχία. Κ ό ρ α κ α ς

Προέλαση Αποσπάσματος Γεννάδη για την κατάληψη των Γρεβενών

Το πρωί της 15ης Οκτωβρίου, ημέρα Δευτέρα, άρχισε η προέλαση του Αποσπάσματος από το Φελί  προς τα Γρεβενά. Ο 2ος λόχος/1ου Τάγματος ορίστηκε ως εμπροσθοφυλακή της φάλαγγας.

Γύρω στις 1000 ώρα οι μονάδες του αποσπάσματος βρίσκονταν στα υπερκείμενα στη νότια πλευρά της πόλης υψώματα Αγίας Παρασκευής και Προφήτη Ηλία. Στη συνέχεια προωθήθηκαν για εξερεύνηση δύο λόχοι, οι οποίοι, καθώς δεν συνάντησαν εχθρική αντίσταση κατέλαβαν θέσεις γύρω από την πόλη και εφάρμοσαν μέτρα περιμετρικής άμυνας. Τότε συγκεντρώθηκε η υπόλοιπη δύναμη και εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη έχοντας επικεφαλής τις πολεμικές σημαίες των Ταγμάτων.

Σημειώνουμε εδώ ότι, μετά την αναχώρηση του τουρκικού στρατού και μέχρι την άφιξη του Αποσπάσματος Γεννάδη είχε σχηματιστεί η προσωρινή διοικητική επιτροπή της πόλης Γρεβενών αποτελούμενη από τους: Μητροπολίτη Αιμιλιανό Δάγγουλα, τους προύχοντες Νικόλαο Κουσίδη, Αθανάσιο Ηλία, Νικόλαο Ζαμκίνο και Δημήτριο Μπούσιο, τον μέχρι τότε καϊμακάμη (έπαρχο) Γρεβενών Αλή Φερουζάν εφένδη και τους μουσουλμάνους βέηδες Βεχήπ εφένδη και Ζουμπέρ εφένδη.

Οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης με επικεφαλής τον μητροπολίτη Αιμιλιανό Δάγγουλα, τα μέλη της προσωρινής διοικητικής επιτροπής και μεγάλο μέρος των Οθωμανών, με τον πολιτικό διοικητή (καϊμακάμη), εξήλθαν με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα να προϋπαντήσουν το στράτευμα καταθέτοντας έκαστος στα χέρια του στρατιωτικού διοικητή την εντολή που είχε από την οθωμανική κυβέρνηση. Ήταν η πρώτη φορά από της εισόδου του ελληνικού στρατού σε κατεχόμενα εδάφη, που Οθωμανοί υποδέχονταν με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα τον αντίπαλό τους.

 Ίσως αυτή η θερμή υποδοχή από τους Οθωμανούς να οφείλεται στην αντίδραση προς το καθεστώς καταπίεσης και  αυθαιρεσίας που είχε επιβάλει στην περιφέρεια Γρεβενών  ο λοχαγός του τουρκικού στρατού Μπεκήρ αγάς.

Η τηλεγραφική αναφορά που υποβλήθηκε αυθημερόν για την ενημέρωση του Γενικού Στρατηγείου ήταν η εξής:

«Μεσημβρίαν κατέλαβον πόλιν Γρεβενών αμαχητί, του τουρκικού στρατού αποσυρθέντος εις Λειψίσταν  (Νεάπολη) άμα τη αναγγελία της προελάσεως των ημετέρων. Υποδοχή εκ μέρους κατοίκων ανεξαρτήτως θρησκεύματος ενθουσιώδης.

                                                                   Απόσπασμα Ευζώνων Γ ε ν ν ά δ η ς».

Το Απόσπασμα κατέλαβε με αυτόν τον τρόπο την πόλη, χωρίς να χρειασθεί να δώσει μάχη. Η διοίκηση με τα Τάγματα στάθμευσαν στο χώρο του τουρκικού Νοσοκομείου (εκεί που βρίσκεται σήμερα η Σχολή Αστυφυλάκων), εκτός από τρεις λόχους που εγκαταστάθηκαν για ασφάλεια στα γύρω υψώματα ως εξής:

Ένας λόχος στο Βαρόσι.

Ένας λόχος στα βόρεια υψώματα της πόλης (ύψωμα 610).

Ένας λόχος στα νότια υψώματα της πόλης (υψώματα Αγίας Παρασκευής και Προφήτη Ηλία).

Τις απογευματινές ώρες ζητήθηκε να προωθηθεί από την Καλαμπάκα στα Γρεβενά μια διλοχία του 24 Συντάγματος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη φρούρηση της πόλης και των απελευθερωμένων χωριών. Η διλοχία αυτή καθώς και τα εθελοντικά τμήματα των Κρητών που δρούσαν μέχρι τότε ανεξάρτητα στην περιοχή, τέθηκαν υπό τις διαταγές του Αποσπάσματος.

Αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης ο στρατιωτικός διοικητής συνταγματάρχης Στέφανος Γεννάδης κήρυξε το Στρατιωτικό Νόμο και απηύθυνε προς τους κατοίκους της περιφέρειας Γρεβενών προκήρυξη, με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου, η οποία σε γενικές γραμμές ανέφερε τα εξής:

·        Καταλαμβάνω την πόλη των Γρεβενών και ολόκληρη την πέριξ ύπαιθρο χώρα, και από σήμερα ισχύουν σ’ αυτή οι Νόμοι του Ελληνικού Κράτους.

·        Ως υπεύθυνος στρατιωτικός διοικητής για την κατάληψη των Γρεβενών έχω εξουσιοδοτηθεί από τον αρχηγό του Στρατού Θεσσαλίας διάδοχο Κωνσταντίνο να αναλάβω τη διοίκηση της περιφέρειας με απεριόριστη δικαιοδοσία.

·        Με την ιδιότητά μου αυτή προσκαλώ όλους τους κατοίκους να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς και να υποταχθούν στους Νόμους του Ελληνικού Κράτους.

·        Καταλύω τις μέχρι τώρα οθωμανικές αρχές, συγκεντρώνοντας όλες τις αρμοδιότητες στο πρόσωπό μου, επιφυλασσόμενος να διορίσω το συντομότερο στα διάφορα αξιώματα εκείνους που θα έκρινα κατάλληλους.

·        Απαγορεύω απολύτως στους κατοίκους να φέρουν όπλα, εκτός από αυτούς που έχουν τη νόμιμη άδεια και δίνω εντολή στους κατέχοντες παράνομο οπλισμό να τον παραδώσουν στη στρατιωτική υπηρεσία, γιατί διαφορετικά θα συλληφθούν και θα τιμωρηθούν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα υπό του Στρατιωτικού Νόμου.

·        Η ελεύθερη εξάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, η ασφάλεια της τιμής, της ζωής και της περιουσίας, καθώς και η τάξη και η ησυχία των πολιτών αποτελούν για τη στρατιωτική διοίκηση δικαιώματα σεβαστά και δεν πρόκειται να θιγούν.

·        Προσκαλώ τους κατοίκους να επιδοθούν απερίσπαστοι στα έργα τους και να μην ανησυχούν, γιατί οι ελληνικοί Νόμοι και η εποπτεία των στρατιωτικών αρχών θα τους εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη εκτέλεση των καθηκόντων τους.

·        Κάθε παράπονο οιουδήποτε πολίτη μπορεί να υποβληθεί στο επιτελείο της στρατιωτικής διοίκησης μέχρι της εγκαθίδρυσης των αρμοδίων αρχών. Και η προκήρυξη κατέληγε με την ευχή:

·         «Είη ο ύψιστος αρωγός εις το έργον ημών».

Για να μην υπάρχει κενό εξουσίας, ο συνταγματάρχης Γεννάδης, την επόμενη ημέρα (16 Οκτωβρίου) διόρισε Δήμαρχο της πόλης το δικηγόρο Νικόλαο Κουσίδη και οκτώ δημοτικούς συμβούλους (5 Έλληνες και 3 Οθωμανούς).

Η σύνθεση του πρώτου Δημοτικού Συμβουλίου της απελευθερωμένης πόλης των Γρεβενών ήταν:

Δήμαρχος: Νικόλαος Κουσίδης. Αντικατέστησε τον Οθωμανό δήμαρχο Βεχήπ εφέντη.

Μέλη Δημοτικού Συμβουλίου: Κωνσταντίνος Ζαρκοδήμος, Αθανάσιος Ηλίας, Νικόλαος Ζαμκίνος, Σπύρος Ευθυμιάδης, Δημήτριος Μπούσιος, Καζαφέρ εφένδης Ζομπέρ εφένδης και Κιαμήλ Χαμήτ εφένδης. Επίσης διορίστηκε ως γιατρός του Δημαρχείου ο Αλέξανδρος Παπαλεξίου.

Υποβολή ψηφίσματος Δημοτικού Συμβουλίου Γρεβενών      

Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Γρεβενών συνεδρίασε στις 18 Οκτωβρίου 1912 υπό την προεδρία του Δημάρχου Ν. Κουσίδου και υπέβαλε στον βασιλιά Γεώργιο Α΄, στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και στο διάδοχο του θρόνου  και αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού Κωνσταντίνο το παρακάτω ψήφισμα: [πρακτικό 3/18.10.12 Δημοτικού Συμβουλίου Γρεβενών]

Δήμος Γρεβενών

Ψήφισμα

Το Δημοτικόν Συμβούλιον του Δήμου Γρεβενών συνελθόν σήμερον την 18ην Οκτωβρίου 1912 εν εκτάκτω συνεδριάσει άμα τη οριστική συγκροτήσει του υπό την προεδρίαν του Δημάρχου κυρίου Ν. Κουσίδου

Ψηφίζει ομοφώνως

Υποβάλλει μετά σεβασμού και άκρας αφοσιώσεως προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιον τον Α΄, την Αυτού Βασιλικήν Υψηλότητα τον Διάδοχον του Ελληνικού Θρόνου, την Ελληνικήν Κυβέρνησιν και τον Ελληνικόν Στρατόν την ευγνωμοσύνην του Δήμου Γρεβενών δια την εθνικήν αποκατάστασιν και τα συγχαρητήρια δια τας περιφανείς νίκας του Ελληνικού Στρατού μετά της ευχής, όπως τα Ελληνικά όπλα στεφθώσι δια της τελικής θριαμβευτικής νίκης.

Ο Δήμαρχος                                                          Οι Σύμβουλοι

 (υπογραφή)                                                           (υπογραφές)

Επίσης ο μητροπολίτης Αιμιλιανός Δάγγουλας απέστειλε προς τον πρωθυπουργό το ακόλουθο τηλεγράφημα:

Ελευθέριον Βενιζέλον

Πρωθυπουργόν

Αθήνας

Συγχαίρων θερμώς επί καταλήψει Γρεβενών υπό του Ελληνικού στρατού, απεκδέχομαι παρά του συνετού κυβερνήτου πάντα αγαθά ευνομίας, δικαιοσύνης και ευστόχου διοικήσεως.

Ο Μητροπολίτης Γρεβενών

Αιμιλιανός

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα συνταγματάρχη Στέφανου Γεννάδη

Ο Στέφανος Γεννάδης γεννήθηκε στη Χίο το 1858. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός Μηχανικού το 1881. Λίγο πριν από την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 έγινε μέλος του Υπάτου Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας και στις πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν πολέμησε με το βαθμό του λοχαγού. Αργότερα διετέλεσε (1908-1911) διευθυντής και επιθεωρητής Μηχανικού.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους πολέμησε με το βαθμό του συνταγματάρχη ως διοικητής αρχικά του ανεξαρτήτου Αποσπάσματος Ευζώνων και μετά  της V Μεραρχίας, η οποία πολέμησε υπό τις διαταγές του στον Κόμανο, στο Κιλκίς και στην Τσουμαγιά.

Ο Γεννάδης παρέμεινε διοικητής της V Μεραρχίας με το βαθμό του υποστρατήγου και μετά τη λήξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού (Καβάλα) και προήχθη σε αντιστράτηγο τον Ιούλιο του 1916. Όταν το Ρούπελ και η Ανατολική Μακεδονία καταλήφθηκαν από τους Γερμανοβουλγάρους, και το Δ΄ Σ.Σ. παραδόθηκε στους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, ο ίδιος βρισκόταν με άδεια στην  Αθήνα.

Το 1916-1917 διετέλεσε διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού στην Αθήνα και μετά την έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την επικράτηση του Βενιζέλου απομακρύνθηκε από το στράτευμα και εξορίστηκε στη Σαντορίνη.

Μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου (1920) ανέλαβε την αρχηγία της Χωροφυλακής και τον επόμενο χρόνο ορίστηκε Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής Παλαιάς Ελλάδος, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του (Μάιος 1922).

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα του πρώτου δημάρχου Γρεβενών Νικολάου Κουσίδη

Νικόλαος Κουσίδης του Φιλίππου (1862-1914). Γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου το 1862. Αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων το 1885. Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία πήρε πτυχίο το 1890. Εξάσκησε το δικηγορικό του επάγγελμα στα Ιωάννινα μέχρι το 1895.

Στα Γρεβενά εγκαταστάθηκε το 1895, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος και έμπορος. Εξυπηρέτησε εθνικά την πόλη και επαρχία Γρεβενών ως Έφορος των σχολείων και ως Δημογέροντας της πόλης μέχρι το 1912.

Για τη δράση του αυτή συνελήφθη στις 13 Μαΐου 1906 μαζί με τους Γεώργιο Μπούσιο, Σπύρο Ευθυμιάδη (δικηγόρο), Θωμά Αθ. Ηλία και Ιωάννη Κιναμιώτη και κλείστηκε στις φυλακές Μοναστηρίου επί 40 ημέρες.

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου 1906 συνελήφθη και πάλι με τον Γεώργιο Μπούσιο και προφυλακίστηκε στο Μοναστήρι μετά από κατάσχεση επιστολών που ανέφεραν δράση ελληνικών σωμάτων, για τις οποίες, οι Τούρκοι υποστήριζαν ότι έφεραν κρυπτογραφικά τις υπογραφές τους, γεγονός που αποδείχθηκε, μετά από γραφολογική εξέταση, ότι δεν ήταν αληθές. Παρόλα αυτά δικάστηκαν και οι δύο στις 17 Φεβρουαρίου 1907 από το Έκτακτο Δικαστήριο Μοναστηρίου και καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση, με ψήφους τρεις υπέρ και δύο κατά.

Μετά από 13 μήνες εγκλεισμό στις φυλακές (προφυλάκιση – φυλάκιση), με ενέργεια κυρίως του ευρισκομένου κοντά στο Χιλμή Πασά παρέδρου και αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων Αυστριακού Αλεξάνδρου Οπενχάιμερ και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ακυρώθηκε η καταδικαστική απόφαση με έκδοση σουλτανικού Ιραδέ (αυτοκρατορικού διατάγματος) και αποφυλακίστηκαν στις 2 Ιανουαρίου 1908.

Διορίστηκε δήμαρχος Γρεβενών από τον διοικητή του ανεξαρτήτου Αποσπάσματος Ευζώνων συνταγματάρχη Στέφανο Γεννάδη την επομένη της απελευθέρωσης των Γρεβενών (16 Οκτωβρίου 1912).

Τον Ιανουάριο του 1913 διορίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση υποδιοικητής (έπαρχος) Σιάτιστας, αλλά επειδή είχε κλονιστεί η υγεία του από τις κακουχίες και τον εγκλεισμό του στις φυλακές πέθανε το Μάιο του 1914 στην Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για νοσηλεία.

Η κατάληψη του Τσουρχλίου (Αγίου Γεωργίου) από τον Μπεκήρ αγά   

Οι εγκαταλείποντες την πόλη των Γρεβενών Τούρκοι στρατιώτες και άτακτοι Οθωμανοί, ανερχόμενοι περίπου σε πεντακόσιους (500) άνδρες, με επικεφαλής τον Μπεκήρ αγά, οχυρώθηκαν στο χωριό Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος) και απειλούσαν ότι θα επιτεθούν στα ελληνικά τμήματα που κατέλαβαν την πόλη, τρομοκρατώντας παράλληλα τους κατοίκους της υπαίθρου. Εκεί ενισχύθηκαν και από άλλους ένοπλους Οθωμανούς των γύρω χωριών.

Ο συνταγματάρχης Γεννάδης, για να αντιμετωπίσει την υφιστάμενη απειλή και να εκκαθαρίσει την περιοχή από τα εχθρικά στοιχεία, διέταξε το 1ο Τάγμα Ευζώνων να προελάσει προς τον Άγιο Γεώργιο και να διαλύσει τα εχθρικά τμήματα.

Το μεσημέρι της 16ης Οκτωβρίου το Τάγμα αναχώρησε από τα Γρεβενά και, όταν στις 1715 ώρα έφθασε σε απόσταση τριών χιλιομέτρων νότια του Αγίου Γεωργίου διαπίστωσε ότι διεξαγόταν μάχη μεταξύ του τουρκικού στρατού και δύο εθελοντικών σωμάτων Κρητών, του Μανώλη Νικολούδη και του Ιωάννη Μαυρογένη. Μόλις πλησίασε στο χωριό οι Τούρκοι είχαν απωθήσει τους Κρήτες και η συμπλοκή είχε σταματήσει. Οι οπλαρχηγοί πληροφόρησαν το διοικητή του Τάγματος ότι η εχθρική δύναμη ήταν διπλάσια από αυτή του Τάγματος.

Τότε ο διοικητής του Τάγματος ζήτησε ενισχύσεις από τα Γρεβενά,  για να επιτεθεί το επόμενο πρωί. Ο συνταγματάρχης Γεννάδης αποφάσισε να επιτεθεί το ταχύτερο με όλες τις δυνάμεις του Αποσπάσματος και το πρωί της 17ης Οκτωβρίου έχοντας το 4ο Τάγμα Ευζώνων και ένα σώμα εθελοντών Κρητών έφθασε στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου και ενώθηκε με το 1ο Τάγμα. Αμέσως ανέπτυξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε κατά του μετώπου και δεξιού πλευρού του εχθρού. Οι Τούρκοι, μόλις αντιλήφθηκαν την επιθετική διάταξη του Αποσπάσματος, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν εσπευσμένα προς τη Νεάπολη, όπου και εγκαταστάθηκαν αμυντικά. Μόνο το προπορευόμενο σώμα των Κρητών πρόλαβε να συγκρουσθεί μαζί τους και να φονεύσει 12 από αυτούς.

Στη συνέχεια το Απόσπασμα Γεννάδη προχώρησε και κατέλαβε το χωριό. Εκεί βρήκε κατακρεουργημένους τέσσερις Έλληνες, μεταξύ των οποίων τον ιερέα του χωριού (Παπαγιάννη) με τα δύο παιδιά του. Οι Κρήτες, έχοντας την πληροφορία ότι οι Οθωμανοί κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν ενόπλως στα τμήματα του Μπεκήρ αγά, για αντεκδίκηση έκαψαν την οθωμανική συνοικία (μαχαλά).

Ο συνταγματάρχης Γεννάδης, αφού εγκατέστησε στον Άγιο Γεώργιο το 1ο Τάγμα Ευζώνων επέστρεψε με το 4ο Τάγμα στα Γρεβενά.

Στις 17 Οκτωβρίου το Απόσπασμα Γεννάδη έλαβε διαταγή του Γενικού Στρατηγείου να κατευθυνθεί δια μέσου Ανασελίτσας (Νεάπολης) προς Καστοριά, εγκαταλείποντας καθ’ οδόν φρουρές, σύμφωνα με τις οδηγίες της 12ης Οκτωβρίου.

Ύστερα από τη διαταγή αυτή, τις απογευματινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου, το 1ο Τάγμα του Αγίου Γεωργίου κινήθηκε, για να καταλάβει τη Νεάπολη, εφόσον ο εχθρικός κίνδυνος από την περιφέρεια Γρεβενών είχε πλέον απομακρυνθεί.

Πρόταση αλλαγής της ημερομηνίας εορτασμού της απελευθέρωσης της πόλης των Γρεβενών

Όπως είναι γνωστό η απελευθέρωση της πόλης των Γρεβενών εορτάζεται σήμερα στις 13 Οκτωβρίου. Δεν γνωρίζουμε το σκεπτικό βάσει του οποίου υποβλήθηκε προπολεμικά η πρόταση καθορισμού της ημερομηνίας αυτής. Εκείνο που φαίνεται να συνέβη είναι ότι στις 13 ή 14 Οκτωβρίου πέρασαν από την πόλη δύο – τρία εθελοντικά τμήματα Κρητών (προσκόπων ανιχνευτών), χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες με τον Μπεκήρ είχαν εγκαταλείψει την πόλη.

 Τα τμήματα αυτά δρούσαν μέχρι τότε σαν ανεξάρτητα αντάρτικα σώματα χωρίς έλεγχο και συντονισμό από τον τακτικό στρατό. Και επειδή δεν ήταν καθαρά στρατιωτικά τμήματα γι’ αυτό δεν τους δόθηκε από το Γενικό Στρατηγείο η εξουσιοδότηση να προβαίνουν σε κατάργηση των τουρκικών αρχών. Έτσι οι διοικητικές αρχές των Γρεβενών (καϊμακάμης, δήμαρχος κλπ.), που είχαν παραμείνει στην πόλη, ασκούσαν την εξουσία τους κανονικά μέχρι το πρωί της 15ης Οκτωβρίου.

Και, για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: Έστω ότι ένας πολίτης των Γρεβενών ήθελε στις 14 Οκτωβρίου να προβεί σε κάποια συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας. Στο ερώτημα ποιος θα έβαζε τις σφραγίδες και τις υπογραφές η απάντηση είναι «οι τουρκικές αρχές», αφού δεν είχε καταργηθεί η εξουσία τους. Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για απελευθέρωση της πόλης στις 13 Οκτωβρίου, όταν την ημέρα αυτή την εξουσία ασκούσε ο εχθρός.

Εξάλλου ο μητροπολίτης Γρεβενών, όπως είδαμε πιο πάνω, από τις 14 Οκτωβρίου ζητούσε επίμονα από τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές Τρικάλων να ενημερώσουν το Γενικό Στρατηγείο για την αποστολή στρατού προς κατάληψη της πόλης, διότι είχε εκκενωθεί από τον τουρκικό στρατό.

Μετά την εξιστόρηση των μέχρι τώρα γεγονότων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η απελευθέρωση της πόλης των Γρεβενών έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1912 για τους εξής λόγους:

Την ημέρα αυτή καταλύθηκαν από τον στρατιωτικό διοικητή οι τουρκικές αρχές, οι οποίες έπαψαν πλέον να ασκούν την εξουσία από την ώρα που εισήλθε στην πόλη ο Ελληνικός Στρατός.

Την ημερομηνία αυτή έγινε γνωστό με επίσημα τηλεγραφήματα στην κυβέρνηση Βενιζέλου ότι απελευθερώθηκαν τα Γρεβενά και ότι άρχισαν να ισχύουν οι Νόμοι του Ελληνικού Κράτους.

Επίσης σ’ ένα άλλο επίσημο έγγραφο [υπ’ αριθ. 168/28.12.1912], το οποίο υπέβαλε στο Υπουργείο των Εξωτερικών ο Διοικητικός Επίτροπος (Έπαρχος) Γρεβενών Α. Ζαβιτσάνος, που αφορά αίτηση συνταξιοδότησης του Μουφτή Γρεβενών Αδέμ εφέντη από το ελληνικό Δημόσιο, αναφέρεται ότι η περιφέρεια Γρεβενών περιήλθε στην εξουσία της Ελληνικής Κυβέρνησης στις 15 Οκτωβρίου 1912.

Ύστερα από τα παραπάνω προτείνουμε όπως η Νομαρχία Γρεβενών μελετήσει το θέμα και προβεί στις δέουσες ενέργειες, ώστε να μετατεθεί η ημερομηνία εορτασμού από 13 στις 15 Οκτωβρίου, για να υπάρχει πλήρης ταύτιση των πραγματικών γεγονότων με την ημερομηνία απελευθέρωσης.

αναδημοσίευση  απο : grevenanews

Πρώτη δημοσίευση ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
 
 
 

7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912 Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
 
 

Οπως αφηγείται ο Τέγος Σαπουντζής, η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν τότε ανάστατα. Ο χριστιανικός πληθυσμός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί βιαιοπραγίες όχι μόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων τουρκαλβανών, που είχαν κάνει την επικίνδυνη εμφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας τούρκους στρατιώτες. Ακόμη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες τούρκους των Καϊλαρίων, οι οποίοι μόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της 6ης Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές μεν αλλά ανά πάσα στιγμή επικίνδυνες φάλαγγες, με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν την Φλώρινα, σαν πρώτο σταθμό, με κατεύθυνση την Κορυτσά.

Ευτυχώς, όμως, δεν σημειώθηκαν αξιόλογα επεισόδια, χάρις στους νουνεχείς Τούρκους άρχοντες της Φλώρινας.Εν όψει όλων αυτών των γεγονότων είχε γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας είχε φθάσει. Φυσικά αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή των Τούρκων αρχόντων της Φλώρινας. Οι οποίοι για να προλάβουν δυσάρεστα ενδεχόμενα σε βάρος τους και των πολυπληθών Τούρκων της πόλης – υπολογίζονταν τότε σε 6.500, έναντι 3.000 Ελλήνων – αλλά και γιατί ήθελαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες Έλληνες, από τους οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει.
Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1912 το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της πόλης, συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη στον Τεκέ, που βρίσκονταν, όπου είναι σήμερα το κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, για να συζητήσουν και αποφασίσουν τι θα πράξουν, εν όψει των επερχόμενων ραγδαίων πολεμικών γεγονότων. Τα γεγονότα τους επίεζαν. Έτσι δεν άργησαν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να καλέσουν στην σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και μερικούς έλληνες προκρίτους. Εστειλαν, λοιπόν, αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ
Χαφίζ και Κιουτσούφ Αμέτ Αγά στον Μητροπολίτη. Οι απεσταλμένοι ανεχώρησαν αμέσως για την Μητρόπολη. Συνάντησαν τον Μητροπολίτη κι ύστερα από εδαφιαίους τεμενάδες,
του εζήτησαν να πάει στον Τεκέ, όπου ήσαν μαζεμένοι ο Μουφτής, οι Μπέηδες και οι Αγάδες, ογδόντα τον αριθμό και τον περίμεναν. Ο Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιμονή των δύο απεσταλμένων δέχθηκε. Πήρε μαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ο Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ενημέρωσε αμέσως τον Μητροπολίτη γιατί τον ήθελαν. Του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν την Φλώρινα στους έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες. Χωρίς καμμιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον στρατηγό Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αμύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο Έλληνας αρχιμανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισματικός παπάς Παπαναστάσης, ο γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο Τούρκος εμπορευόμενος Μεχμέτ Ζαϊνέλ. Η συμμετοχή του σχισματικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ μέρους των σχισματικών, της καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό. Η Επιτροπή εφοδιάστηκε, κατ’ αίτηση των Τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της και με την κατωτέρω σύντομη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου: «Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή». Η επιτροπή, με οδηγό τον Νικόλαο Εξαρχο, ανεχώρησε αμέσως για το Αμύνταιο. Το μήνυμα του Μητροπολίτη παραδόθηκε στον στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το μεταβίβασε με οπτικό τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα, απ’όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της απελευθερώσεως της Φλώρινας.

Χωρίς να εξετάσουμε εδώ ποιος έχει δίκαιο και ποιος όχι, γεγονός είναι, που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα, ότι στις 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στο μεσημέρι, ο επίλαρχος Ιωάννης Αρτης με τους ιππείς του, έφθασε προ των πυλών της πόλης. Από εκεί έστειλε τρεις ιππείς, οι οποίοι με γυμνά τα ξίφη τους και εν μέσω τούρκων στρατιωτών και όχλου, πήγαν στην Μητρόπολη και μετέδωσαν στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο το μήνυμα του διοικητού τους, να προσέλθουν οι αρχές στην είσοδο της πόλης για να την παραδώσουν. Ο Πολύκαρπος ήταν διστακτικός, για τον λόγο ότι η Φλώρινα ήταν ακόμη γεμάτη από τουρκικό στρατό και όχλο. Κατά τον Αρτη ο Μητροπολίτης, επηρεασμένος από τον παραπάνω λόγο, του εμήνυσε η παράδοση της πόλης να γίνει την επομένη. Τότε ο Αρτης έστειλε δύο νέους ιππείς, τον επιλοχία Δήμου Δήμον και τον λοχία Γεώργιο Ριζόπουλο, με την εντολή να παρακαλέσουν τον Μητροπολίτη να παραδώσει την πόλη, γιατί, όπως γράφει ο Αρτης, «εάν δεν σπεύση να εξέλθη, θα τον αναγκάση να απέλθη με τον στρατό του και εις ο,τι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός». Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ακριβώς έτσι συνέβησαν τα γεγονότα, όπως τα εξιστορεί ο Αρτης.

Είναι, όμως, γεγονός ότι, λόγω λιποθυμίας του Μουφτή, μόλις άκουσε την άφιξη ελλήνων στρατιωτών, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, ως και άλλοι έλληνες και τούρκοι πρόκριτοι, κρατούντες λευκό παραπέτασμα, μετέβησαν στην είσοδο της πόλεως, όπου συνάντησαν τον Αρτη και σε σύντομη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη.Ο Ιωάννης Αρτης, απευθυνόμενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άμα τον στρατιωτικόν νόμον. Απαντες οι κάτοικοι των μερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, έσονται ίσοι απέναντι του νόμου, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ και επανερχόμενοι εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος». Σε αυτόν απάντησε πρώτος ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο οποίος είπε: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ’ αυτήν χωρία ευχαριστούμεν τον Κύριον, όστις μας ηξίωσεν να απολαύσωμεν την χαράν της επαναφοράς μας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Δηλούμεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α’». Κατόπιν τον λόγο έλαβε ο Μουφτής Χουλουσή, ο οποίος είπε: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαμεν επί του κόσμου όλου. Αλλά θελήσαμε να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ’ημών. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Δι’ο δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Ραββίνος, εκ μέρους των ολίγων Εβραίων, που υπήρχαν στην Φλώρινα.

Ο σχισματικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλεως, γιατί, πιθανότατα, να μην είχε επιστρέψει ακόμα η παραπάνω επιτροπή, στην οποία συμμετείχε, που πήγε το μήνυμα του Μητροπολίτη στον στρατηγό Γεννάδη στο Αμύνταιο. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι μαζί διέσχισαν την πόλη και κατέληξαν στην Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σημαία. Λίγη ώρα αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς εισήρχετο στην Φλώρινα άλλο τμήμα ιππέων υπό τον υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στην Φλώρινα, από την συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και στις 2.30 μ.μ., όπως προελέχθη, εισήλθε στην πόλη το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Φλώρινας. Την επομένη το πρωί, 8 Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ, εισήλθε θριαμβευτικά στην Φλώρινα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο και Στρατηλάτης αποκληθείς, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο συνταγμάτων, της σιδηράς, όπως απεκαλείτο, 4ης Μεραρχίας.

 πηγή: www.istorikathemata.gr
 

11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΕΞΑΡΧΙΑΣ

Μετά τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, οι ελληνικές περιοχές που έμειναν έξω από τα σύνορα του περιορίστηκαν στις υποσχέσεις των Τούρκων για διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Το βουλγαρικό σχίσμα, με τη δημιουργία της βουλγαρικής εξαρχείας (1870) προκάλεσε σοβαρές αναστατώσεις στη Μακεδονία. Οι Βούλγαροι παίρνοντας θάρρος και από τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) με την οποία διαμορφώνονταν η μεγάλη Βουλγαρία επιδόθηκαν σε έντονους εθνικιστικούς αγώνες.

Η προσάρτηση της Αν. Ρωμηλίας στο βουλγαρικό κράτος και οι κινητοποιήσεις των Ελλήνων, η πρωτοφανής σε ένταση βουλγαρική προπαγάνδα, η δυσπραγία του ελληνικού κράτους προκάλεσαν ιδιαίτερα δυσάρεστες συνθήκες διαβίωσης του ελληνισμού της Μακεδονίας. Χωριά ολόκληρα αναγκάζονταν να προσχωρήσουν στην Εξαρχία κάτω από το βάρος της τρομοκρατίας. Η ανθελληνική στάση των τουρκικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχών, η χλιαρή συμπεριφορά των περισσοτέρων μητροπολιτών της Μακεδονίας, η ρήξη ανάμεσα στο πατριαρχείο και την επίσημη ελληνική πολιτική ήταν οι άλλοι παράγοντες που διαμόρφωσαν καταλυτικές επιπτώσεις στον ελληνισμό της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στη δεκαετία 1880-1890.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ-ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ-ΤΟΥΡΚΩΝ

Στη Μακεδονία κατά τη δεκαετία του 1880-1890 οι σχέσεις Ελλήνων Βουλγάρων και Τούρκων είχαν επιδεινωθεί στο μέγιστο βαθμό. Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά την κρητική επανάσταση (1886) και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897). Οι Τούρκοι τρέφοντας ακόμη μεγαλύτερο μίσος για τους Έλληνες και χρηματιζόμενοι από τη βουλγαρική προπαγάνδα υποστήριζαν τους Βούλγαρους, οι οποίοι διατρέχοντας την περιοχή από χωριό σε χωριό ανάγκαζαν τους Έλληνες να γραφτούν στο βουλγάρικο κομιτάτο.

 Στην αρχή τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα εμφανίστηκαν ως προστάτες των χριστιανών ρίχνοντας μάλιστα το σύνθημα της αυτονόμησης της Μακεδονίας παρέσυραν ελληνικούς πληθυσμούς, ώστε να συνεργαστούν μαζί τους. Βαθμιαία όμως αποκαλύφθηκαν οι πραγματικοί τους σκοποί. Μετά την ίδρυση της I.M.R.O (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) το 1893 πολυάριθμα βουλγαρικά σώματα ξεχύθηκανστη Μακεδονία. Το βουλγαρικό κομιτάτο ανέπτυξε δράση και στην ελεύθερη Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα (1894) ιδρύθηκε στην Ελλάδα με πρωτοβουλία νέων Ελλήνων αξιωματικών η «Εθνική Εταιρεία» η οποία αργότερα οργάνωσε και εξόπλισε ελληνικά αντάρτικα σώματα, τα οποία έδρασαν στη Μακεδονία με τη βοήθεια δυτικομακεδόνων κυρίως οπλαρχηγών. Ο αντίκτυπος αυτού του κινήματος υπηρξε σημαντικός. Στη Θεσσαλία οργανώθηκαν συλλαλητήρια για την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1896). Η επίσημη ελληνική πολιτική όμως κάτω από τις πιέσεις που δέχονταν καταδίκαζε τις κινήσεις αυτές χαρακτηρίζοντας μάλιστα τους αγωνιστές «λησταντάρτες». Η Πύλη υποχρέωνε το Πατριαρχείο να στέλνει εγκυκλίους στους μητροπολίτες της Μακεδονίας, ώστε να αποδοκιμάζουν τα κινήματα .Για την κατάσταση αυτή ο μητροπολίτης Καστοριάς έστειλε στον καϊμακάμη έντονη διαμαρτυρία [Τσαμίση Π., Η Καστοριά και τα μνημεία της σελ. 52).Παρά τις σκλάβες. Παρά τις σκληρές βουλγαρικές προσπάθειες για την προσέλκυση του γηγενούς σλαβόφωνου στοιχείου, μεγάλες μάζες του πληθυσμού αυτού παρέμειναν στο πατριαρχείο και διατηρούσαν την ελληνική συνείδηση. Στη Δυτική Μακεδονία διάχυτη ήταν η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου. Στην Καστοριά κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο και όσοι κάτοικοι κατέβαιναν από τα χωριά για να κατοικήσουν στην πόλη έστελναν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΗΧΙΩΝ

Κεντρικό πρόσωπο της αντίστασης του ελληνικού πληθυσμού απέναντι στους Βούλγαρους στην πρώιμη φάση του μακεδονικού αγώνα αποτελεί αναμφισβήτητα ο Αναστάσιος Πηχιών, δάσκαλος, ο οποίος εργάστηκε στην Καστοριά για πολλά χρόνια.

Όντας φλογερός πατριώτης παραιτήθηκε από τη θέση του δασκάλου και αφοσιώθηκε στο εθνικό του έργο με την ιδιότητα του ειδικού γραμματέα του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς. Μετά την αποκάλυψη της απόρρητης αλληλογραφίας του με Έλληνες προκρίτους και προξένους της Μακεδονίας καταδικάστηκε και εξορίστηκε. Ύστερα από πολλές περιπέτειες επέστρεψε το 1908 στην Καστοριά, όπου και πέθανε το 1913.

 Ο Αν. Πηχιών γεννήθηκε στην Αχρίδα το 1836. Η οικογένειά του ήταν βλαχόφωνη. Τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκαμε στην Αχρίδα, όπου είχε ως δάσκαλο του τον Μαργαρίτη Δήμιτσα. Στην Αθήνα συνέχισε τις σπουδές του σε Γυμνάσιο κατ’ αρχή και στη Φιλοσοφική Σχολή αργότερα, την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ. Το 1863 εργάστηκε ως δάσκαλος στην Κλεισούρα και στην Καστοριά. Ήταν ο συντονιστής της δραστηριότητας των ελληνικών ανταρτικών ομάδων της δυτικής Μακεδονίας. Όταν το 1878 οι Έλληνες πραγματοποιούσαν έντονες διαμαρτυρίες προς την Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις για τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ο Αν. Πηχιών κινητοποίησε του συνεργάτες του στην Καστοριά και συμμετείχε στο σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης της επαρχίας Ελίμειας με άλλους δυτικομακεδόνες επαναστάτες.

Το 1886 μετά την ανακάλυψη της απόρρητης αλληλογραφίας του, και μέχρι τη δίκη του παρέμεινε φυλακισμένος μαζί με άλλους συνεργάτες του για τρία χρόνια στο Μοναστήρι. Ανάμεσα στους συνεργάτες του ήταν και οι Καστοριανοί: Ι. Σιώμος, και Ι. Παπαμαντζιάρης, οι βογατσιώτες και κλεισουριώτες: Ι. Βαδραχάνης, Τ. Πίνδος, Κ. Βήκας, Ι. Ιώβης, Γ. Πάτσας, Α. Τσέκας, Κ. Χαρτούρος και ο ακούραστος γιατρός Ι. Αργυρόπουλος. (Βακαλόπουλου Κ., Ιστορία του βόρειου ελληνισμού… σελ. 283). Κατά τη δίκη αποδείχτηκε ότι ο Αν. Πηχιών είχε ηγετικό ρόλο στη δημιουργία μιας μυστικής επαναστατικής εταιρείας στη Δυτική Μακεδονία. Το δικαστήριο επέβαλε στον ίδιο και τους συνεργάτες του την ποινή της εξορίας. Από τον τόπο εξορίας του (την Πτολεμαϊδα της Συρίας) δραπέτευσε και πήγε στην Αθήνα, όπου δίδαξε ως το 1908. Πέθανε το 1913, αφού είδε την απελευθέρωση της Καστοριάς από τους Τούρκους στην οποία μάλιστα συμμετείχε και ο πρωτόυοκος γιος του Φιλόλαος, ο οποίος και ως Καστοριανός ήταν ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που διακήρυξε την απελευθέρωση της πόλης. (Το 1905 ως καπετάν Φιλώτας συγκρότησε δικό του σώμα στελεχωμένο με Καστοριανούς και έδρασε στην περιόχη του Μοριχόβου ως καπετάν Λαύρας). Δες: Αφιέρωμα στην Καστοριά της εφημερίδας <<Καθημερινή>> (3 Δεκ.1995).

Ο ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Την περίοδο μετά το 1897 οι ενέργειες των Βουλγάρων στην περιοχή των Κορεστίων για προσηλυτισμό των κατοίκων στην Εξαρχία είχαν ενταθεί. Εκβιαστικές προκλήσεις, δολοφονίες πατριαρχικών, κάψιμο ναών και καταστροφές τοιχογραφιών ήταν καθημερινές καταστάσεις. Οι Βουλγαρικές συμμορίες των Πετρώφ, Μάρκωφ, και Παπατράϊκωφ έσπερναν το φόβο στους κατοίκους της περιοχής. Τα χωριά βρίσκονταν μπροστά στο δίλημμα: Εξαρχία ή θάνατος. Οι κάτοικοι αντιστέκονταν. Πρωταγωνιστές του ενόπλου αγώνα στην περιοχή ήταν ανάμεσα στους άλλους ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Παύλος Μελάς, ο καπετάν Κώτας κ. α.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε το 1900 μητροπολίτης στη Καστοριά και το 1902 πρόξενος στο Μοναστήρι ο Ίωνας Δραγούμης. Καρπός της συνεργασίας των δύο ήταν: η <<Επιτροπή Αμύνης>> της Καστοριάς. Μετά την επανάσταση του Ιλιντεν οι Βούλγαροι κατέστρεωαν πολλά χωριά της Καστοριάς. Την περίοδο εκείνη οι Έλληνες της Μακεδονίας αισθάνονταν πολύ πικραμένοι από την <<άψογη>> στάση της Ελληνικής κυβέρνησης. Ο θάνατος του Παύλου Μελά όμως αφύπνισε τον ελληνισμό.

Στην Αθήνα πολλοί άνθρωποι ξεσηκώθηκαν, όπως ο Δ. Καλαποθάκης, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Στ. Δραγούμης κ. α. και στη Δ. Μακεδονία άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα σώματα των Κατεχάκη (Ρούβα), Γεωργίου Τσόντου (Βάρδα), Γ. Καούδη, Δικώνυμου Μακρή, Καραβίτη κ. α.

Η Επιτροπή Αμύνης αποτελούνταν από τους: Μενέλαο Μπατρίνο, Ναούμ Τσακάλη, Κων/νο Αλβανό, Δούκα Σαχίνη, Γεώργιο Παπαμόσχο, Μανιό Τσίκα, Φίλιο Τσαμίση, Ιωάννη Καραμπίνα, Βασίλειο Μαυρουδή, Αθ. Κοσμά κ. α.

Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Ίλιντεν (1903) οι Βούλγαροι εξακολούθησαν με μεγαλύτερο φανατισμό τον αγώνα τους προβαίνοντας σε φόνους και σε κάθε είδους καταστροφές. Ανάμεσα στα χωριά που καταστράφηκαν ήταν ο Απόσκεπος, ο Βέργας, η Κλεισούρα, η Βασιλειάδα, η Κρυσταλλοπηγή, ο Σταυροπόταμος κ. α.

Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά το Μάρτιο του 1904, όταν χορηγήθηκε αμνηστία στους Βουλγαρομακεδόνες, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για πολιτικά εγκλήματα. Έντονα τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη στις 18 Ιουλίου 1903 και στις 15 Μαρτίου 1905. (Τσαμίση Π., Η Καστοριά και τα μνημεία της, σελ. 55, Βακαλόπουλο Κ., Ιστορία του Βόρειου ΕλληνισμούΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991 σελ. 413)

Την κατάσταση που επικρατούσε στην Καστοριά την περιγράφει ο Γερμανός Καραβαγγέλης στα Απομνημονεύματά του: <<Όταν έφθασα εκεί βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του ΄97 ήταν ακόμη πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υποστήριζαν τις Βουλγαρικές αξιώσεις. Οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου…>>. Συνεγείροντας ο μητροπολίτης τις αγωνιστικές δυνάμεις του τόπου εξόπλισε πρώτα τα αντάρτικα σώματα του Κώτα, του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, του Νταλίπη, του Παύλου Κύρου κ. α. Έπειτα άρχισε τις περιοδείες του στην περιοχή. Άνοιγε τις εκκλησίες που είχαν κλείσει οι Βούλγαροι και λειτουργούσε στα ελληνικά. Απέφυγε πολλές δολοφονικές απόπειρες εναντίον του. Ίδρυσε οικοτροφείο στην Καστοριά για τα ορφανά των συγκρούσεων. (Γ. Καραβαγγέλη. Απομνημονεύματα, επιμέλεια Β. Λαούρδα, ΙΜΧΑ 26 (1959).

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ:

ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ

Γερμανός Καραβαγγέλης:

Γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου το 1866. Φοίτησε στο ελληνικό σχολείο του Αδραμυτίου και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία και στη Βόννη. Δίδαξε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από το 1891-1896. Αναδείχτηκε χωροεπίσκοπος το Πέραν και το 1900 έγινε Μητροπολίτης Καστοριάς. Υπήρξε η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. Το 1907, ύστερα από έντονες πιέσεις, εγκατέλειψε την Καστοριά και έγινε συνοδικός επίσκοπος Αμάσειας της Πόντου και τελικά Έξαρχος Βιέννης, όπου και πέθανε το 1935. Το 1959 έγινε μεταφορά των οστών του στην Καστοριά, όπου και στήθηκε ο αδριάντας του.

Παύλος Μελάς (1870 – 1904):

Πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα. Ήταν ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και δραστήριο μέλος της <<Εθνικής Εταιρείας>>. Το Μάρτιο του 1904 περνώντας τα σύνορα με μεγάλη δυσκολία κατευθύνθηκε προς το Βίτσι και τη Φλώρινα. Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στην Αθήνα, γιατί η Τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα είχε πληροφορηθεί την άφιξή του. Τον Ιούλιο του 1904 ξαναπέρασε από τα σύνορα ως ζωέμπορος, εξασφαλίζοντας 20ήμερη άδεια από τη μονάδα του. Σε σύσκεψη που έγινε στην Κοζάνη αποφασίστηκε η στρατολόγηση ανδρών και η συγκρότηση μεγάλου σώματος. Ο συνεργάτης Πύρζας για τον ίδιο λόγο στάλθηε στην Καστοριά. Γύρισε στην Αθήνα και ξαναήρθε στη Μακεδονία μαζί με αρκετούς Μακεδόνες και Κρητικούς αγωνιστές ως Μίκης Ζέζας (Τα ονόματα των παιδιών του) Έφθασε στην Καστοριά και από εκεί στην περιοχή των Κορεστίων. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 στο χωριό Σιάτιστα όπου διανυκτέρευε, ύστερα από προδοσία του αρχικομιτατζή Μήτρου Βλάχου στους Τούρκους, στη σύγκρουση που ακολούθησε ο Παύλος τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι σύντροφοί του για να μην αναγνωρισθεί το πτώμα του έκοψαν το ακέφαλο πλέον σώμα του σε ένα ρέμα στη Σιάτιστα. Ο θάνατός του έπρεπε να κρατηθεί μυστικός. Οι Τούρκοι ωστόσο μετά από 10 ημέρες ανακάλυψαν το πτώμα και τα μετέφεραν στο διοικητήριο στην Καστοριά. Εκεί ο μητροπολίτης κατάφερε να το παραλάβει με την υπόσχεση να το θάψουν την επόμενη ημέρα. <<Τον θρηνήσαμε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί όπως είχα υποσχεθεί στον Καϊμακάμη τον έθαψα με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου…>> (Γ. Καραβαγγέλη, Απομνημονεύματα, επιμέλεια Γ. Λαούρδα.)

Βαλκανικοί Πόλεμοι

Έτσι λέγονται οι δύο πόλεμοι που έγιναν στη Βαλκανική Χερσόνησο κατά τα έτη 1912-1913. Στον πρώτο, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο πολέμησαν την Τουρκία. Στο δεύτερο η Βουλγαρία πολέμησε τη Σερβία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.

Πρώτος Βαλκανικός πόλεμος: Η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο ενώθηκαν με συμμαχία, για να διώξουν τους Τούρκους από τα εδάφη, όπου ζούσαν Χριστιανοί. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί: Οι συμπλοκές στα σύνορα της Τουρκίας με τη Βουλγαρία το Μαυροβούνιο και τη Σερβία και η αυθαίρετη απόβαση Τούρκων στη Σάμο, που ήταν τότε αυτόνομη, ανάγκασαν τα συμμαχικά κράτη να κηρύξουν επιστράτευση.

Ο πόλεμος διεξάχθηκε στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θράκη. Στη Μακεδονία και την Αλβανία ο τουρκικός στρατός αντιμετώπισε τον ελληνικό και το σερβικό, στην Ήπειρο τον ελληνικό και στην Θράκη το βουλγαρικό.

Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού: Ο ελληνικός στρατός από το 1907 έχει πάρει σωστή και εντατική εκπαίδευση, ήταν καλά εφοδιασμένος και είχε υψηλό ηθικό. Η πρώτη σημαντική νίκη του ήταν στη μάχη του Σαρανταπόρου. Μετά τη μάχη αυτή ο τουρκικός στρατός υποχώρησε. Δεύτερη σπουδαία ελληνική νίκη ήταν η μάχη των Γιαννιτσών.

Η πόλη των Γιαννιτσών θεωρούνταν από τους Τούρκους ιερή. Γι’ αυτό ο Τούρκος αρχιστράτηγος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του εδώ, επειδή πίστευε ότι θα τονωθεί το ηθικό των στρατιωτών του. Όμως οι ελληνικές μεραρχίες ανάγκασαν τον εχθρό να υποχωρήσει και κατέλαβαν την πόλη.

Κατόπιν ο ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα άνω, πέρασε τον Αξιό και έφθασε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε συγκεντρωθεί ο τουρκικός στρατός. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη και στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός μπήκε νικηφόρος.

Εν τω μεταξύ οι Βούλγαροι νίκησαν στο Λουλέ – Μπουργκάζ τους Τούρκους, που οπισθοχώρησαν στη γραμμή της Τσατάλτζας, για να καλύψουν την Κωνσταντινούπολη. Οι Σέρβοι, με αρχηγό τον Πούτνικ, κατέλαβαν το Μπέλες, το Μοναστήρι, την Αχρίδα και το Δυρράχιο. Οι Έλληνες πολιόρκησαν τα Γιάννενα. Μετά από δίμηνη ανακωχή οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν το Φεβρουάριο του 1913. Τότε τα Γιάννενα, το Σκουτάρι και η Αδριανούπολη αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Στις 30 Μαΐου 1913 μετά από μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, υπογράφτηκε η συνθήκη του Λονδίνου. Έτσι ο πόλεμος πήρε τέλος.

Σύμφωνα με τη Συνθήκη η Τουρκία περιορίστηκε στην Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή Αίνος – Μήδεια και έχασε την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου. Δημιουργήθηκε η αυτόνομη Αλβανία, που περιέλαβε τη Β. Ήπειρο και τη Σκόδρα.

Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος (1913): Η διανομή των εδαφών που κατακτήθηκαν στους νικητές, οι δολοπλοκίες της Αυστρίας, που ωθούσαν τους Βουλγάρους κατά των Σέρβων προκάλεσαν το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Σ’ αυτόν η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον των συμμάχων της. Οι Βούλγαροι έφθασαν στον Αξιό και απείλησαν τη Θεσσαλονίκη.

Οι Ρουμάνοι, επειδή ανησύχησαν από τις επετακτικές τάσεις των Βουλγάρων, βάδισαν προς τη Σόφια, ενώ οι Έλληνες μπήκαν στη Θράκη. Στις 24 Ιουλίου έγινε ανακωχή. Κατόπιν, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) οι Βούλγαροι υποχρεώθηκαν να δεχτούν τους όρους των αντιπάλων τους. Έτσι έχασαν ένα μεγάλο μέρος από τα εδάφη που είχαν καταλάβει κατά τα έτη 1912-1913.

Η Ελλάδα με τους Βαλκανικούς πολέμους απελευθέρωσε τις υπόδουλες ελληνικές περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας, την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου.

11 Νοεμβρίου 1912 Η Απελευθέρωση της Καστοριάς από τους Τούρκους

Τμήμα του συντάγματος ιππικού που είχε ελευθερώσει τη Φλώρινα διατάχθηκε να προχωρήσει προς κατάληψη της Καστοριάς. Το τμήμα είχε είκοσι επτά μόνο ιππείς και τελούσε υπό τις διαταγές των υπιλάρχων Ιωάννη Άρτη, ελευθερωτή της Φλώρινας,  Παναγιώτη Νικολαΐδη και του καστοριανού μακεδονο­μάχου ανθυπιλάρχου Φιλολάου Πηχεώνα. Τις πρωϊνές ώρες της 10 Νοεμβρίου 1912 το τμήμα αυτό έπιασε τον Απόσκεπο κι ο Άρτης έστειλε με ένα χωρικό στο μητροπολίτη Κατοριάς Ιωακείμ Λεπτίδη το ακόλουθο μήνυμα :

 «Την πόλη έχουν κυκλώσει από παντού δυνάμεις 25.000 ανδρών, έτσι κάθε αντίσταση ή απόπειρα δια­φυγής στρατού από την πόλη είναι αδύνατη. Επιθυμώ να μη καταστρέψω την πόλη. Σπεύσατε σε συνεννόηση με τον αρχηγό των  δυνάμεων της πόλης, να παραδοθεί άνευ όρων εντός μιας ώρας από της λήψεως του παρό­ντος, αλλιώς ευρίσκομαι  στην ανάγκην βομβαρδισμού της πόλε­ως πριν το βράδυ»

       Ιωάννης Άρτης, υπίλαρχος

Πριν έρθει η απάντηση, ο από ανυπομονησία κι αγωνία διακατεχόμενος Άρτης διέταξε τον υπίλαρχο Νικολαΐδη να εισέλθει με δυο ιππείς στην Καστοριά και να πληροφορηθεί τα εκεί τεκταινόμενα. Ο Νικολαΐδης μπήκε στην πόλη και μετά την συνάντηση που είχε με το μητροπολίτη και το δήμαρχο Κωνσταντίνο Γούση επέστρεψε στον Απόσκεπο φέρνοντας την πληροφορία ότι ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Μεχμέτ πασάς είχε εγκαταλείψει με τις δυνάμεις του την Καστοριά πριν ο μητροπολίτης κι ο δήμαρχος προλάβουν να του επιδώ­σουν το μήνυμα.

Το πρωί της επομένης, 11 Νοεμβρίου 1912, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν πρόκειται να εκδηλωθεί καμιά τουρκική αντίσταση, ο Άρτης έστειλε το Φιλόλαο Πηχεώνα στη Καστοριά να τοιχοκολλήσει σε κεντρικό εμφανές μέρος την διαταγή καταλήψεως της πόλης.  

4ης Νοεβρίου 1912 Η  μάχη της Σιάτιστας

“Κοιμάται η Σιάτιστα και όμως αγρυπνάει
άλλοι ντουφέκια ξεκρεμούν κι άλλοι σπαθιά τροχάνε,
κοιμάται η Σιάτιστα κι η δόξα την σιμώνει
η πιο καλή ημέρα της αυτή που ξημερώνει”.

Γράφει ο Γεώργιος Μ. Μπόντας, τέως Δ/ντής  της Μανουσείου  Δημοσίας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας- Λαογράφος

Η Σιάτιστα είναι ένας  υποδειγματικός τόπος για τον Ελληνισμό.

Η Σιάτιστα είναι  ένας βραχότοπος που γεννάει το πνεύμα, την αρχοντιά και τη δύναμη.

Η μάχη της 4ης Νοεμβρίου 1912 για την απελευθέρωση της Σιάτιστας εντάσσεται στο κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού της χρονιάς αυτής στη Δυτική Μακεδονία.

          Οι ορμητικές πολεμικές επιθέσεις του Ελληνικού Στρατού έσπασαν την άμυνα  των Τούρκων στα στενά του Σαρανταπόρου και τα νικηφόρα στρατεύματα κατέλαβαν τα Σέρβια και την Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου 1912.

          Στην επαρχία τότε της Ανασελίτσας όσο ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε εντεινόταν η τρομοκρατία σε όλα τα χωριά από τους άτακτους του Μπεκήρ Αγά. Οι κάτοικοι των πυρπολούμενων χωριών κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Σιάτιστα, την οποία θεωρούσαν ασφαλές καταφύγιο. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, χιλιάδες γυμνά και ανυπόδητα, πεινασμένα και κατάκοπα,  πλημμύρισαν τους δρόμους της Σιάτιστας.

«Είναι αξιοθαύμαστος η μεγάλη φιλοξενία, η οποία διακρίνει τους κατοίκους  της Σιατίστης, οι οποίοι έθρεψαν επί αρκετάς ημέρας τόσας  χιλιάδας προσφυγουσών ψυχών»  γράφει  η εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της 8-2-1913.

Την τρομοκρατία του Μπεκήρ Αγά ακολούθησε το τελεσίγραφο του Μεχμέτ πασά να παραδοθεί η Σιάτιστα, την οποία την πολιορκούσε με 3.000 Τούρκους. Το τελεσίγραφο το έφερε στη Σιάτιστα ο Πρόκριτος του χωριού Βρογγίστα (το σημερινό Καλονέρι) Οσμάν Μπάτσαρος και έγραφε τα εξής:

«Προς τον λαόν της Σιατίστης. Αύριον  πρωί, 3 Νοεμβρίου, να αποστείλετε πέντε προκρίτους για να παραδώσετε την πόλιν, άλλως θα βαδίσω εναντίον αυτής και θα την βομβαρδίσω».

Το τελεσίγραφο  σκόρπισε στους  πρόσφυγες από τα περίχωρα βουβούς και θλιβερούς συλλογισμούς, που γίνονταν πιο καταθλιπτικοί από την άγρια όψη των ανταριασμένων γύρω βουνών.

Μέσα στην ανταριασμένη ατμόσφαιρα  και την αναταραχή που επικρατούσε στον πληθυσμό που είχε συγκεντρωθεί στη Σιάτιστα καταφθάνει η πυροβολαρχία του Νικολάου Κλαδά. Τα άλογα που έσερναν τα κανόνια είχαν αποκάμει. Το ηθικό του κόσμου αναπτερώθηκε και όρμησε παίρνοντας  τα κανόνια, τα έστησε στο υψηλότερο σημείο της Σιάτιστας, στην Αγία Τριάδα σε θέση μάχης.

Στη συνέχεια ήρθαν στη Σιάτιστα ο Ηπειρώτης συνταγματάρχης Ηπίτης με στρατό και πυροβόλα, ο Αλέξανδρος Ρώμας και ο ενθουσιώδης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης με τμήμα Γαριβαλδινών, ο λόχος των δασκάλων της Κρήτης, οι μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, στους οποίους υπήρχε και ο  γιος του Παύλου Μελά Μιχαήλ (Μίκης), το σώμα του Γεωργίου Καπιτσίνη, πολλά κρητικά σώματα με αρχηγούς τον Γεώργιο Παπαδόπετρο, Παναγιώτη Φιωτάκη, Μιχαήλ Τσόντο και άλλους πολλούς.

Ώρα 1 το μεσημέρι της βροχερής και ανταριασμένης 4ης Νοεμβρίου 1912, ημέρα Κυριακή οι Έλληνες πολεμιστές βρίσκονταν στις θέσεις  που είχαν ορίσει οι αρχηγοί τους και περίμεναν.

Η πρώτη σύγκρουση έγινε στο βουνό Γκραντίστι και ήταν αιματηρή. Εδώ πέφτουν ηρωικά ο κρητικός δάσκαλος Φιωτάκης, ο αρχηγός Καπιτσίνης, ο εύελπις Παπαδόπετρος και τραυματίζεται βαριά ο Σιατιστινός  Ηρακλής   Γκιουλέκας. Το βουνό Γκραντίστι  με το υπ’ αριθ. 483/69 Β.Δ. ονομάστηκε Καπιτσίνη.

Να πώς περιγράφει την κατάσταση της ημέρας εκείνης ο Σταύρος Κελαϊδής από την Κρήτη στο βιβλίο του «Εθελοντικά Σώματα Κρητών εν Μακεδονία»:

«Θρήνος και οδυρμός, κλαυθμός και κοπετός υπό των μυριάδων εκείνων των γυναικοπαίδων, συγκινητικώτερος και  παθητικώτερος εκείνου της Ραχήλ. Έκλαιον αι νεάνιδες, αναλογιζόμεναι οποία τύχη  ανέμενε αυτάς, εάν οι βάρβαροι εισήρχοντο  νικηταί. Και παρίστατο εις αυτάς ως φάσμα η απαισία εικών της ατιμώσεως. Έσφιγγον αι μητέρες τα τέκνα εις  τας αγκάλας αυτών γνωρίζουσαι ότι μετ’ ολίγον ίσως σκληρόν δρέπανον θα έρριπτε αυτά προ των ποδών των. Και πέτρινη καρδία αν είχε κανείς, θα συνεκινείτο προ του θεάματος των απελπίδων εκείνων αδελφών μας.»    

Ένα απόσπασμα τουρκικό που κατευθύνθηκε προς τα υψώματα του Κωντσκού για να πλευρίσει τις ελληνικές δυνάμεις χτυπήθηκε από τους Κωντσιώτες και τον καπετάν Γύπαρη και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι Τούρκοι δεν παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν και δόλια τεχνάσματα να πετύχουν το σκοπό τους. Όπως διηγείται  ο Μιχαήλ Αναστασάκης, Τούρκοι ελληνόγλωσσοι ανηφόριζαν σκυφτοί με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι φωνάζοντας: «μη πυροβολείτε, είμαστε Έλληνες». Για μια στιγμή ο Καπιτσίνης διατάσσει  «Παύσατε Πυρ». Και θα χάνονταν  πολλά παλικάρια, αν δεν έσωζε την κατάσταση ο Αναστασάκης, ο οποίος αντιλήφθηκε την τουρκική απάτη και φώναξε: «Μη σταματάτε, χτυπάτε. Είναι Τούρκοι μεταμφιεσμένοι, μιλούν ελληνικά».

          Η μάχη φούντωνε και το πυροβολικό των Τούρκων έριχνε τις βολές του κοντά στα προχώματα των Ελλήνων, ώσπου άρχισαν να βροντούν οι αλλεπάλληλες κανονιές του Κλαδά. Το ηθικό των Ελλήνων  μαχητών στο άκουσμα των  ελληνικών τηλεβόλων αναπτερώνεται. Η ορμή τους από όλα τα σημεία του μετώπου είναι εκπληκτική.

Τώρα άλλοι με  εφ’ όπλου λόγχη, άλλοι με μαχαίρια και φωνές κατατροπώνουν τον εχθρό και τον αποδεκατίζουν. Όσοι από τους Τούρκους σώθηκαν έφυγαν πανικόβλητοι, έχοντας για προστάτες την ομίχλη και το νύχτωμα, που τους κάλυπταν την υποχώρηση προς τη Βρογγίστα και τη Λιαψίστα.

Η συμβολή των Κρητών στη μάχη της Σιάτιστας υπήρξε μεγάλη. Πολλά από τα τέκνα της εθελοντικά  είχαν προστρέξει στην αγωνιζόμενη Μακεδονία, όπου εξετέλεσαν πιστά και αθόρυβα το καθήκον τους. Τιμή και δόξα σ’ αυτά και σ’ όλα  τα άλλα αδέρφια μας των άλλων περιοχών, που πότισαν με το αίμα τους τα χώματα της Σιάτιστας.

Οι Σιατιστινοί και οι λοιποί κάτοικοι των περιοχών θα στρέφουν πάντοτε ευλαβικά  και με μεγάλη ευγνωμοσύνη τη σκέψη τους προς τους μεγάλους εκείνους νεκρούς.

Η μάχη εκείνη υπήρξε πολύ φονική. 400 νεκρούς  και τραυματίες είχαν οι Τούρκοι, ενώ εμείς είχαμε 70 νεκρούς. Την επόμενη της μάχης ημέρα η Σιάτιστα έθαψε με τιμές τους νεκρούς της, περιποιήθηκε  σαν μάνα στοργική τους τραυματίες και φιλοξένησε τους γενναίους  που την έσωσαν από τον όλεθρο, όπως το πατριωτικό χρέος επιβάλλει να γίνεται για τους σωτήρες «των βωμών και εστιών».

Οι δυσπρόσιτες κορυφές των βουνών της Σιάτιστας Γκραντίστι, Καστράκι και Σβέρντσου, διηγούνται και θα διηγούνται σε όλους εμάς και στους επερχόμενους το λαμπρό κατόρθωμα και τη μεγάλη θυσία των Ελλήνων αγωνιστών τη βροχερή εκείνη μέρα της 4ης Νοεμβρίου 1912, που σαν τηλαυγής φάρος θα φωτίζει πάντοτε τις  σκέψεις και τις πράξεις μας.

Οι Σιατιστινοί πολέμησαν την ημέρα εκείνη με όλο τον ιερό ενθουσιασμό που δείχνουν όσοι μάχονται  για την πίστη και την πατρίδα. Δίκαια, λοιπόν, ο στρατηγός Νικόλαος Κλαδάς, διοικητής της πυροβολαρχίας κατά τη μάχη της 4ης Νοεμβρίου 1912, γράφει στην έκθεσή του  τα εξής για τη Σιάτιστα: «Ο ελληνικός στρατος εξησφάλισε και ενομιμοποίησε την ελευθερία της Σιατίστης, αλλά δεν την απελευθέρωσε υπό την καθαράν σημασίαν του στρατιωτικού όρου, καθ’όσον η ενθουσιώδης αυτή πόλις επηλευθερώθη μόνη της».

Η μάχη της 4ης Νοεμβρίου 1912 είναι πια ιστορία.  Τιμή και δόξα αιώνια ανήκει σ’ εκείνους που πολέμησαν και θυσίασαν αλογάριαστα τη ζωή τους  για την λευτεριά.

Για τη μάχη της Σιάτιστας, που υπήρξε σταθμός  στην ιστορία του Ελληνικού έθνους, ο Στρατηγός Νικόλαος Κλαδάς,  γράφει τα εξής στις  «Πολεμικές  του  αναμνήσεις»: «Η μάχη της Σιατίστης είναι μοναδική εις το είδος της κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και η νικηφόρος έκβασις τα μέγιστα συνετέλεσε όχι μόνον εις την σωτηρίαν της πόλεως Σιατίστης και των εν αυτή καταφυγόντων πολλών χιλιάδων προσφύγων γυναικοπαίδων, αλλά και εις την έγκαιρον προέλασιν του Ελληνικού Στρατού προς κατάληψιν της Θεσσαλονίκης».

Και ο Μιχαήλ Αναστασάκης, γιατρός, αρχηγός  των εθελοντών Κισσαμιτών Κρητών, που έλαβε μέρος στη μάχη της Σιάτιστας και τραυματίστηκε σ’ αυτήν, γράφει μεταξύ των άλλων και τα εξής αξιοπρόσεκτα στις «ιστορικές του  αφηγήσεις του 1912»: «Εάν η Σιάτιστα έπιπτε, τα όρια του Ελληνικού Κράτους θα ήσαν νοτιώτερον της Φλωρίνης».

Πιστά περιγράφει την κατάσταση της παραμονής εκείνης της 4ης Νοεμβρίου το εξής τετράστιχο, το οποίο ένα από τα μέλη της Επιτροπής απήγγειλε:

Κοιμάται η Σιάτιστα  και όμως αγρυπνάει,

άλλοι ντουφέκια ξεκρεμούν κι άλλοι σπαθιά τροχάνε.

Κοιμάται η Σιάτιστα κι η δόξα την σιμώνει,

η πιο καλή ημέρα της αυτή που ξημερώνει.

Το μεγαλούργημα αυτό των Σιατιστινών και του Στρατού θα μαρτυρεί στους αιώνες την άφθαρτη δόξα της  Σιάτιστας και ότι στους βράχους της η ελευθερία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, ώστε είναι αδύνατο να βρεθεί εχθρός που να είναι ικανός να την ξεριζώσει, όσο ισχυρός κι αν είναι.

Η σημερινή λοιπόν επέτειος,  100 χρόνια ύστερα από τις αναστάσιμες καμπάνες, ας αποτελέσει αναδίπλωση στον βαθύτερο συλλογικό εαυτό μας, για να αντλήσουμε το μήνυμά της.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΎΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑΠΟΛΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΚΛΑΒΙΑ

 Είναι γενικά γνωστή η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Μακεδονία με τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα. Πριν από τον πόλεμο του 1912, η απελευθερωμένη Ελλάδα ήταν μικρή σε έκταση και δύναμη. Ήταν ένα μικρό κράτος, έξω από το οποίο έμεναν η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου πε­λάγους, μέρος της Θεσσαλίας, η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη. Ο άτυχος πόλεμος του 1897 είχε επιδεινώσει την πολιτική και οικονομική κα­τάσταση, μεγάλη δε σύγχυση επικρατούσε στις τότε ελληνικές κυβερνήσεις για τη μελλοντική πορεία του έθνους μας. Ένα τμήμα του λαού μας, το πιο ακμαίο και άλκιμο, ο στρατός, φλεγόταν από την επιθυμία να απελευθε­ρώσει την υπόλοιπη σκλαβωμένη Ελλάδα, με μία όμως κλονιζόμενη και α­σταθή πολιτική που επικρατούσε τότε στη μικρή μας πατρίδα, κάθε ένοπλο βήμα προς βορρά, νότο και ανατολάς ήταν αδιανόητο.

Την νύχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου του 1909, υπό την αρχηγία του συνταγματάρχη Νικολάου Ζορμπά, έγινε στο Γουδί της Αθήνας η στρατιωτική επανάστα­ση, η οποία επέβαλε τους όρους της στην τότε Κυβέρνηση.Όλα όμως αυ­τά θα έμεναν χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν στην πολιτική σκη­νή δεν εμφανιζόταν ο άνδρας, που ήταν και φωτισμένος και αποφασισμέ­νος να δώσει τέλος στα κακώς κείμενα και να αναζωπυρώσει τη νυσταλέα μεγάλη του έθνους μας Ιδέα. Κι αυτός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Σε πρώτο πλάνο έφερε σε αρμονική συνεργασία πολιτική και στρατό και ό­

ταν την 12 Μαρτίου του 1912 κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία τις τρίτες ε­κλογές, σχημάτισε Κυβέρνηση από διαλεγμένα μέλη, που ήθελαν και ήταν σε θέση να προσφέρουν τις θετικές τους υπηρεσίες στο έθνος.

Πρώτη του μέριμνα ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, στην οποία το αίμα είχε ρεύσει άφθονο, ήταν ακόμη πολύ νωπό και για την οποία ο κίνδυνος διαμελισμού ήταν πάντα υπαρκτός και άμεσα ορατός. Η Βουλγαρία, με την άμεση υποστήριξη της Ρωσίας, δεν είχε θάψει τις αρ­πακτικές της βλέψεις. Με τη σύναψη της Βαλκανικής συμμαχίας, αρχιτέ­κτονας της οποίας ήταν ο Βενιζέλος, κηρύχθηκε την 5 Οκτωβρίου 1912 και ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας. Αρχιστράτηγος των Ελληνικοί Ενόπλων Δυνάμεων είχε ορισθεί από το Βενιζέλο ο διάδοχος του ελληνι­κού θρόνου Κωνσταντίνος, γυιος του βασιλιά Γεωργίου του Α’, που δολο­φονήθηκε αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Υπό την δική του αρχηγία και τη συμπαράσταση ικανότατων αξιωματικών, άρχισε η προέλαση του ελληνι­κού στρατού προς τη Μακεδονία. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες του Σαρανταπόρου, Ελασσόνας και την 9η Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός βρισκόταν μπροστά από την Κοζάνη. Την 10η απελευθερώθηκαν τα Σέρβια και σος 4 μ.μ. της 11ης Οκτωβρίου έμπαινε στην Κοζάνη ο πρώτος Έλληνας αγγελιοφόρος, κομίζοντας τη χαρμόσυνη είδηση, ότι ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται σε λίγο σ’ αυτή νικητής.

Υποδεχόμενος στην Κοζάνη τα ελληνικά στρατευμένα νιάτα ο κατασυ­γκινημένος Μητροπολίτης Φώτιος Μανιάτη μπόρεσε να πει μόνο τούτα τα λόγια: Αυτή η γη παιδιά μου της Μακεδονίας, που έχει ποτισθεί με αίμα τόσων παλικαριών, χαίρεται μαζί σας.

Την 14η Οκτωβρίου η Κοζάνη υποδέχτηκε το βασιλιά Γεώργιο, που κα­τέλυσε στο αρχοντικό του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Δρίζη.

Στο βασιλιά, που έμαθε ότι ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού δεν είχε παι­διά, έκαμε εντύπωση η μεγάλη ευρυχωρία του σπιτιού του και τον ρώτησε: Γιατί κυρ Κώστα έχτισες ένα τόσο μεγάλο σπίτι, αφού δεν έχεις παιδιά; Ο Δρίζης, χωρίς να ξαφνιαστεί από την ερώτηση, απάντησε: Το έχτισα για να καθίσετε εσείς Μεγαλειότατε. Σας περίμενα από τότε που γεννήθηκα.

Στις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, συμμετείχαν και ανταρτικά σώματα Κρητικών παλικαριών, που είχαν δράσει και στη διάρκεια του

Μακεδονικου Αγώνα. Δυο από αυτά ήταν και των οπλαρχηγών Γεωργίου Μακρή και Ιωάννου Καραβίτη, οι οποίοι την 11η Οκτωβρίου 1912 βρί­σκονταν στο Παλαιόκαστρο, έγραψαν γράμμα στο Διοικητή της Σιάτιστας Σερήφ μπέη, με το οποίο τον καλούσαν να εγκαταλείψει την πόλη το πρωί της επομένης ημέρας και να παραδώσει τα όπλα στον κοτζαμπάση της (πρόεδρο), γατί αλλιώς θα επιτίθεντο σ’ αυτήν. Προτού όμως παραδοθεί το γράμμα στον Σερήφ μπέη από το Σιατιστινό αγγελιοφόρο Θεόδωρο Πλιάτσικα, του δόθηκε εντολή να κόψει τα σύρματα της τηλεγραφικής γραμμής Σιατίστης- Νεαπόλεως και Σιατίστης-Κοζάνης. Έτσι και έγινε. Την 12 Οκτωβρίου Τούρκοι στρατιώτες ορμώμενοι από τη Νεάπολη, κα­τέλαβαν τη Βρογγίστα (Καλονέρι) και προχωρούσαν προς τη Σιάτιστα, που ήταν ήδη ελεύθερη. Η μάχη της Σιάτιστας την ημέρα αυτήν ήταν συ­γκλονιστική. Σιατιστινοί και παλικάρια των Κρητών οπλαρχηγών απέ­κρουσαν την επίθεση. Τετρακόσιοι Τούρκοι, οργισμένοι από την αποτυχία αυτήν, επέδραμαν στο μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, κατακρε­ούργησαν τον ηγούμενο Γαβριήλ, σούβλισαν ένα κοριτσάκι, ηλικίας μόλις τριών ετών, την Βιργινία Χρήστου Λάμπρου, σκότωσαν τις γυναίκες Μαρία Πόντου του Λάμπρου, Θεοδώρα Δημητρίου του Τριαντάφυλλου από το Μικρόκαστρο και στη συνέχεια λεηλάτησαν το μοναστήρι και το χωριό.

Την 14η Οκτωβρίου η Σέλιτσα (Εράτυρα) είχε ήδη ελευθερωθεί από τα ανταρτικά σώματα των Ευθυμίου Καούδη, Δεληγιαννάκη (αγνώστου ονό­ματος) και Ιωάννη Σεϊμένη από την Ανώπολη Σφακίων.45 Την ίδια μέρα ο Καούδης με τους άντρες του κατευθυνόμενος προς το Μπλάτσι (Βλάστη), ενώ πλησίαζε στο χωριό Σισάνι, αντιλήφθηκε μία δύναμη από 27 Τούρκους ιππείς, την οποία θεώρησε σαν εμπροσθοφυλακή άλλης μεγαλύτερης δύ­ναμης που θα ακολουθούσε. Οι αντάρτες, αφού οχυρώθηκαν και έλαβαν θέσεις μάχης, κάλεσαν τους Τούρκους να παραδοθούν. Οι Τούρκοι πρό­βαλαν σθεναρή αντίσταση, αλλά νικήθηκαν και σκοτώθηκαν όλοι. Από τη μεριά των Ελλήνων σκοτώθηκε ο Γιάννης Κοντογιώργος.

Όπως αποδείχτηκε, το τουρκικό αυτό σώμα ιππέων ήταν από την προ­σωπική φρουρά του Χαμζάμπεη από τη Νεάπολη, που είχε φορτώσει στα άλογα τους θησαυρούς του, με σκοπό να μεταφερθούν στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) κι απ’ εκεί σιδηροδρομικούς, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Κων­σταντινούπολη. Ο ίδιος είχε ήδη διαφύγει.

Την 16 Οκτωβρίου απελευθερώθηκαν τα Γρεβενά και την 17η το Κρίφτσι, η σημερινή Κιβωτός, όπου έδρευε ένας λόχος τουρκικού στρατού, από το ανταρτικό σώμα του Κρητικού Παύλου Γύπαρη. Έτσι ο κλοιός γύ­ρω από τη Νεάπολη γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός για τους Τούρκους.

45 Ο Ιωάννης Σεϊμένης, επονομαζόμενος το Σεϊμενάκι, σκοτώθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1908, όταν προσπάθησε να δραπετεύσει από τις φυλακές Μοναστηρίου που κρατούνταν. Ο αδελφός του Γεώργιος Σεϊμένης ήταν ο πρώτος νεκρός από τους Κρητικούς που έπε­σε για τη Μακεδονία, στις 23 Ιουλίου 1903 στο Λέχοβο. Σκοτώθηκε από τους Εξαρχικούς

Οι άνδρες των εθελοντικών κρητικών σωμάτων, που είχαν καταλάβει την 19η Οκτωβρίου 1912 το Τσούρχλι Γρεβενών (Άγιο Γεώργιο σήμερα), ξεκίνησαν με κατεύθυνση τη Νεάπολη. Ήθελαν πρώτα να ανιχνεύσουν και ελέγξουν την κατάσταση, τη δύναμη και διάταξη του εχθρού. Μαζί τους ή­ταν και τακτικός στρατός. Συμμετείχαν στην επιχείρηση αυτή τα σώματα των Γύπαρη και Νικολούδη, που με ανιχνευτή οδηγό τον Χρήστο Γαζέπη, προχώρησαν προς τα βορειοδυτικά της Νεάπολης, των Μαυρογένη και Ζσυδιανσύ προς τα βορειοανατολικά και των Κατεχάκη και Μακρή46 προς το κέντρο. Γύπαρης και Νικολούδης, κατέλαβαν πρώτα το Πυλωρί και α­φού αφόπλισαν τους Τούρκους κατοίκους του προχώρησαν πιο πολύ προς τη Νεάπολη. Δεν απείχαν όμως τα σώματα αυτά των Κρητών ούτε μιας ώ­ρας ποδαρόδρομο από τη Νεάπολη, όταν αντιλήφθηκαν, ότι ένας λόχος τουρκικού στρατού κατευθυνόταν προς το Τσοτυλι, με προφανέστατο σκο­πό να κατασφάξουν μαθητές και καθηγητές του ιστορικού γυμνασίου και να κάψουν το ιερό πλέον αυτό τέμενος των γραμμάτων. Η είδηση έγινε στο Τσοτύλι έγκαιρα γνωστή. Οι καθηγητές διασκόρπισαν τους μαθητές στα παρακείμενα διάφορα χωριά, δυτικά του Τσοτυλίου, ενώ ο πληθυσμός έ­λαβε κι αυτός την ίδια κατεύθυνση. Για να ανακόψουν την προέλαση των Τούρκων προς το Τσοτυλι οι άνδρες των σωμάτων Γύπαρη και Νικολούδη οχυρώθηκαν σε μία ρεματιά του χωριού Μαρτσίστι (σημερινής Πεστέρας) προφανέστατα στο βαθούλωμα που ξεκινάει από τη Ράχη του Γκούρα κι απ’ εκεί άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του προελαύνσντος τουρκικού λόχου. Οι Τούρκοι ανέκοψαν την προέλασή τους και κατευθύνθηκαν στο Καλλιστράτι. Νέες τουρκικές δυνάμεις από τη Νεάπολη ενίσχυσαν τους Τούρκους που βρίσκονταν στο Καλλιστράτι.

Ήταν η 19η Οκτωβρίου του 1912. Η μάχη στο Καλλιστράτι άναψε. Οι Γύπαρης και Νικολούδης, για να υπερφαλαγγίσουν τον εχθρό και τον θέ­σουν ανάμεσα σε δυο πυρά, προχώρησαν προς το Αηδσνοχώρι. Η κίνηση αυτή ήταν καθοριστική για την έκβαση της μάχης, σ’ αυτή τη φάση, διότι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Καλλιστράτι και πήγαν στη Νεάπολη. Με αλα­λαγμούς και ιαχές χαράς μπήκαν στο χωριό οι Κρήτες. Θεωρώντας ότι οι Τούρκοι δε θα επανέρχονταν, άφησαν οι αρχηγοί εκεί οκτώ μόνο άνδρες, ήτοι τους Μανώλη Βαγγελινά, Στ. Κόκκινο, Κωνσταντίνο Κτενά, Στέφανο Καλογεράκη, Μιχαήλ Μελαδάκη, Νικόλαο Γιαλίρη, Χρ. Αυγουστάκη και Χρ. Ξιλανάκη και απομακρύνθηκαν, με σκοπό ν’ ανασυνταχθούν και πραγματοποιήσουν την τελική εξόρμηση για τη Νεάπολη. Οι Τούρκοι όμως, αφού ενισχύθηκαν από νέες δυνάμεις, επετέθησαν με σφοδρότητα, ό­χι μόνο εναντίον των Κρητών που έμειναν ατο Καλλιστράτι, αλλά και των Ελλήνων που βρίσκονταν στο Αηδσνοχώρι. Επακολούθησε μία σωστή γι­γαντομαχία. Οχτώ μόνο Κρήτες που είχαν ταμπσυρωθεί σε διάφορα ση­μεία του χωριόύ Καλλιστράτι, αμύνθηκαν ηρωικά και απέκρουσαν προ­σωρινά έναν ολόκληρο τουρκικό λόχο. Στο μεταξύ δύο Κρητικοί, οι Χρ. Ξιλανάκης και ο Χρ. Αυγουστάκης, από τον Άγιο Βασίλειο,* προφανέ­στατα, Ρεθύμνης ή Βιάνου Ηρακλείου, έπεσαν νεκροί.

Τον πρώτο τον βρήκε μία τουρκική σφαίρα στο μέτωπο και το δεύτερο σ’ ένα πόδι και στο στήθος. Ένας τρίτος μαχητής, ο Μιχαήλ Μελαδάκης, τραυ­ματίσθηκε και απομακρύνθηκε από το πεδίο της μάχης, ενώ ο Νικόλαος Γιαλίρης χάθηκε. Οι εναπομείναντες Κρητι­κοί μαχητές, μπροστά σ’ αυτήν την κατά­σταση, αποδεκατισμένοι και ολιγάριθ­μοι πλέον έναντι του πολυπληθούς ε­χθρού, εγκατέλειψαν το Καλλιστράτι, το οποίο οι Τούρκοι παρέδωσαν στις φλό­γες και κατέστρεψαν τελείως.

Τι απέγινε όμως ο Νικόλαος Γιαλί­ρης; Ο γενναίος αυτός Κρητικός, που εί­χε υπηρετήσει υπό τις άμεσες διαταγές του Π. Μελά, είχε τραυματισθεί στο πόδι και δε μπορούσε να βαδίσει. Είχε απομονωθεί σ’ ένα σημείο του Καλλιστρατίου και απ’ εκεί αμυνόταν απε­γνωσμένα. Καθιστός και ανίκανος να περπατήσει πυροβολούσε εναντίον των Τούρκων, οπότε μία σφαίρα τουρκική τον τραυμάτισε και του έσπασε, κατά πάσαν πιθανότητα, το αριστερό χέρι. Το όπλο του ήταν πλέον άχρη­στο, γι’ αυτό συνέχισε αμυνόμενος με το πιστόλι του. Δύο Τουρκαλβανοί, που εντόπισαν τη θέση του, έφτασαν κοντά του και θέλησαν να τον συλ­λάβουν, όμως ο γενναίος Κρητικός σημάδεψε και σκότωσε τον ένα με το πιστόλι του, ενώ ο άλλος το ‘βαλε στα πόδια κι έφυγε. Κατόπιν, επιστρα­τεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις, μπόρεσε να απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης. Είχε ήδη νυχτώσει, όταν οι συμπολεμιστές του μπόρεσαν να τον βρουν και να τον πάρουν μαζί τους. Όλη όμως αυτή την τιτάνια και μέχρις εσχάτων μάχη του Γιαλίρη παρακλουθούσε, ανήμπορος να τον βοη­θήσει, ο οπλαρχηγός Νικολούδης, ο οποίος τιμώντας τον πολεμιστή αυτόν τον αναγνώρισε σαν οπλαρχηγό.

Την ίδια μέρα οι Τούρκοι, αφού κατέστρεψαν, όπως είδαμε, το Καλλιστράτι, προχώρησαν προς το Μαρτσίστι, διότι εκεί είχαν αφήσει οι Κρητικοί πολεμιστές τις αποσκευές τους και είχαν συνάξει τους τραυμα­τίες. Στις 4 η ώρα το απόγευμα, είχε φτάσει στο χωριό και ένας Λόχος ευ­ζώνων υπό τον υπολοχαγό Αθανασιάδη. Έτσι οι λίγοι προηγουμένως μα­χητές ενισχύθηκαν σημαντικά και η μάχη άρχισε άγρια. Η ορμή και γεν­ναιότητα των Ελλήνων υπερίσχυσε και οι Τούρκοι μετά δυο ώρες, ήτοι κα­τά τις 6 το απόγευμα, αποσύρθηκαν στη Νεάπολη, αφού εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης 17 νεκρούς. Απώλειες όμως είχαν και οι Έλληνες. Με την έναρξη της μάχης σκοτώθηκε ένας στρατιώτης Εύζωνας, το όνομα του ο­ποίου δεν είναι γνωστό, και στη συνέχεια ένας Λοχίας πάλι των Ευζώνων, που λεγόταν Λαϊνάς. Νεκροί ήταν επίσης και δύο αγροφύλακες, οι Παπαδόπουλος Χρήστος από το Λουκόμι και Αθανάσιος Χριστάπικος α­πό τη Νεάπολη, που χρησιμοποιούνταν σαν αγγελιοφόροι.

Στη μάχη αυτήν τραυματίστηκαν οι Γιώργος Σκορδίλης από την επαρ­χία Αποκορώνου Κρήτης, Μ. Μπαντουδάκης, Μπραγάκης και Βαγγέλης Σαριδάκης. Τον τελευταίο τον φορτώθηκε στην πλάτη του ο εθελοντής Γιώργος Μυλωνάς από τη Μακρυνίτσα του Βόλου και τον μετέφερε για περίθαλψη στο σπίτι του ιερέα του χωριού Παπαγιώργου ή Παπαλιόλιου.

 Η πρώτη απελευθέρωση της Νεάπολης Βοΐου

 Μετά την κατάληψη της γύρω περιοχής και ιδιαίτερα του Τσούρχλι (Αγ.Γεώργιος Γρεβενών), ο κλοιός των ελληνικών δυνάμεων άρχισε να γίνεται πιο ασφυκτικός για τους Τούρκους της Νεάπολης. Μας είναι ήδη γνωστό, ότι η Νεάπολη ήταν σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων. Την εποχή αυτή στρατοπέδευε σ’ αυτήν ένα σύνταγμα του τακτικού τουρκι­κού στρατού και ένα σώμα ατάκτων Τουρκαλβανών, που τελούσε υπό τις διαταγές του Μπεκήρ αγά από το Τσούρχλι. Την 19η Οκτωβρίου 1912 που συνάπτονταν οι μάχες στο Καλληστράτι, Μαρτσίστι και Αηδονοχώρι, δύο Σώματα εθελοντών, με αρχηγούς τους Γιάννη Μαυρογένη και ανθυπολο­χαγό Νικόλαο Ζουδιανά, είχαν φτάσει στο τουρκοχώρι τότε Λάη, σημερινή Πεπονιά. Πέρασαν πρώτα από το Φουργκάτσι (Κλήμα), που ήταν ελληνικό, όπου οι κάτοικοι τους υποδέχθηκαν με ανυπόκριτη χαρά και δάκρυα στα μάτια. Το χωριό αυτό ήταν τσιφλίκι ενός μπέη Αρβανίτη, λοχαγού, που υπη­ρετούσε στην Τριπολίτιδα της Αφρικής και τον αντιπροσώπευε σαν Κεχαγιάς ο πατέρας του Μπεκήρ αγάς. Από έναν Τούρκο που μπήκε στο χωριό καβάλα στ1 άλογό του και συνελήφθη, πληροφορήθηκαν οι Έλληνες ότι στη Νεάπολη επικρατούσε μεγάλος πολεμικός οργασμός. Οι Τούρκοι ή­ταν αποφασισμένοι να προβάλουν σκληρή αντίσταση. Μετά τις πληροφο­ρίες αυτές, οι μεν δύο μνημονευθέντες αρχηγοί έσπευσαν και κατέλαβαν τη γέφυρα του Καφτάναγα (Τέτουλα) στον Αλιάκμονα, για να αποτρέψουν τυ­χόν έλευση ενισχύσεων από την Καστοριά, ο δε Λοχαγός Τόμπρος, με με­γάλη δύναμη στρατού, βάδισε προς τη Νεάπολη.

Σκοπός αυτής της κίνησης ήταν να πραγματοποιήσει μία πρώτη κατά μέτωπο αψιμαχία, για να εξακριβώσει τις εστίες και τη δύναμη πυρός των Τούρκων.

Μία μέρα νωρίτερα, ήτοι τη 18η Οκτωβρίου 1912, οι Κρήτες οπλαρχη­γοί Εθύμιος Καούδης και Ηλίας Δεληγιαννάκης, διαβλέποντες ότι προς βοήθεια των εγκλωβισμένων στη Νεάπολη Τούρκων θα έρχονταν οπωσ­δήποτε ενισχύσεις από την Καστοριά, παράλληλα με την κίνηση των προμνησθέντων αρχηγών Ιωάννου Μαυρογέννη και Ανθυπολοχαγοί» Νικολάου Ζοδιανού, έσπευσαν και κατέλαβαν θέσεις στη γέφυρα της Σμίξης. Και ήταν σωστή η πρόβλεψη τους.

Δύναμη 500 Τούρκων είχε ήδη κινηθεί προς Νεάπολη, έφτασε στη Γέφυρα και επετέθη εναντίον των υπερασπιστών της, μπροστά όμως στη λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων επέστρεψαν στην Καστοριά και ανασυναχθέντες επετέθησαν και πάλι. για να καταλάβουν τη γέφυρα.

Και η επίθεσή τους αυτή αποκρούστηκε με απόλυτη επιτυχία, με ένα μόνο τραυματία από την πλευρά των Ελλήνων, που ήταν ο γενναίος οπλαρχηγός Ευθύμιος Καούδης.

Την γενική αρχηγία όλων των ελληνικών δυνάμεων, που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν την επίθεση για την κατάληψη της Νεάπολης, είχε ένας αξιωματικός ονόματι Καμπούρης, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Την πρώτη κατά μέτωπο επίθεση των τμημάτων του Τόμπρου οι Τούρκοι υποδέχθηκαν με καταιγισμό πυρών, έγινε όμως έτσι μία πρώτη και θετική εξακρίβωση των τουρκικών οχυρωματικών θέσεων, οπότε και διετάχθη η γενική κατά της Νεάπολης επίθεση. Από αριστερά προσέβαλε τις τουρκικές δυνάμεις ο Λόχος του Λιάπη, από τα δεξιά ο Λόχος του Παπαδόπουλου και στο κέντρο, κατά μετωπον, οι λόχοι των Κέντρου και Χρ. Λιάσκου. Η μάχη έφτασε στο αποκορύφωμά της. Η ορμή των επιτιθε­μένων Ελλήνων μαχητών ήταν απαράμιλλη. Τακτικός στρατός και εθελο­ντές συναγωνίζονταν για το ποιος θα μπει πρώτος στη Νεάπολη Έτσι, πα­ρά τον καταιγισμό των τουρκικών πυρών, προχωρούσαν άφοβα, περιφρο­νώντας το θάνατο. Στην πρώτη αυτή εξόρμηση πολέμησαν με πρωτοφανή ανδρεία δυο Κρήτες αδελφοί, οι Μιχαήλ και Ιωάννης Μακράκης, από τα Χανιά Κρήτης, αλλά σκοτώθηκαν και οι δυο. Ο Ιωάννης Μακράκης ήταν ταμίας του Τελωνείου Χανίων.

Ταυτόχρονα σχεδόν με το Γιάννη Μακράκη, σκοτώθηκε ακόμη ένας Κρητικός, ο Γιώργος Παναγιωτάκης. Κατ’ ατυχή συγκυρία, ο διοικητής της όλης επιχείρησης Καμπούρης τραυματίστηκε, όπως και ο υπασπιστής του Χαραλάμπης. Την Διοίκηση ανέλαβε τότε ο Γεώργιος Κατεχάκης.

Στο σημείο αυτό θεωρούμε αναγκαίο να δώσουμε μία λεπτομερέστερη πληροφορία για το ποιος ήταν ο Γεώργιος Κατεχάκης.

Γεννήθηκε το 1881 στην Πόμπια Ηρακλείου της Κρήτης και πέθανε το 1938. Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1902, φέρο­ντας το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Από την άνοιξη του 1905 έδρασε στη Δυτική Μακεδονία. Πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους, ενώ από το 1922 και μετά έλαβε πολλά δημόσια αξιώματα με κυριότερο το του Υπουργού των Στρατιωτικών.

Την προέλαση των Ελλήνων δε στάθηκε ικανή να την αναχαιτίσει ούτε η πεισματώδη αντίσταση των Τούρκων, αλλά ούτε και η ραγδαία βροχή, που έπεφτε κρουνηδόν και είχε μετατρέψει σε λάσπη το χώμα που πατού­σαν. Τρεις διαδοχικές σειρές από συρματόπλεγμα είχαν τοποθετήσει οι Τούρκοι γύρω από τη Νεάπολη. Δυο απ’ αυτές τις ξεπέρασαν οι Έλληνες κατά το σούρουπο της 19ης Οκτωβρίου. Εκεί, υπό την αρχηγία του Λοχαγού Μαγουλά από τους Σοφάδες Καρδίτσης σταμάτησαν, αναμένο­ντας το φως της 20ής Οκτωβρίου για να συνεχίσουν την επίθεση. Στο με­ταξύ είχαν σκοτωθεί ο εύελπις Αθανάσιος Ζαΐκος και ένας ακόμη εύζω­νας. Ήταν δηλαδή οι νεκροί αυτής της πρώτης μάχης 4 τον αριθμό.

Στη μάχη αυτήν, ο λοχαγός Τόμπρος, που ακάθεκτος όρμησε σ’ ένα ε­χθρικό χαράκωμα, τραυματίσθηκε στο μηρό του αριστερού του ποδιού, ε­νώ την ίδια τύχη είχε και ο Κρητικός Μύρωνας Κωστάκης, που έσπευσε να τον βοηθήσει. Τον Τόμπρο, που δεν μπορούσε να βαδίσει, με προφα­νέστατο κίνδυνο της ζωής του, τον έσωσε ο Κρητικός Παπαδόκωστας από τα Σφακιά, ο οποίος τον φορτώθηκε στους ώμους του και τον απομάκρυ­νε από την κόλαση του πυρός. Ο παρακολουθών την επίθεση ο γιατρός Ζουδιανός, με τη βοήθεια του νοσοκόμου Κρητικού Γιώργου Σιλιβου, έ­σπευσαν να παράσχουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, μία σφαί­ρα όμως τουρκική βρήκε το κιβώτιο φαρμάκων και επιδετικοΰ υλικού και το κατέστρεψε.Έτσι τα τραύματα επιδέθηκαν εκ των ενόντων.

Τραυματίσθηκαν παράλληλα στη μάχη αυτή ένας εύζωνας, ο λοχαγός Λίασκος, ο ανθυπολοχαγός Παρασκευάς, ο αδελφός του γιατρού Γεώργιος Ζουδιανός και ο Κώστας Πατινωτάκης. Εννιά(9) λοιπόν τραυματίες και 4 νεκροί ήταν ο απολογισμός αυτής της μέρας.

Την ίδια εκείνη βραδιά και αφού κόπασαν τα εκατέρωθεν πυρά, ο αρ­χηγός των εθελοντικών σωμάτων και διοικητής ήδη του συνόλου των επι­τιθεμένων Ελλήνων Γιώργος Κατεχάκης, μιλώντας προς τους μαχητές, εί­πε τα εξής:

Το Λειψίστι είναι πρωτεύουσα της Ανασελίτσας, σημείο οχυρό και από

στρατηγικής απόψεως χρησιμότατο. Ο κύριος τον Λειψιστιού, είναι και κύ­ριος της κοιλάδος τον Αλιάκμονος. Πρέπει πάση θυσία να το καταλάβωμεν. Επειδή ο εχθρός γνωρίζει τη χρησιμότητά τον, γι’ αυτό συγκέντρωσε σ’ αυτό όλες τον τις δυνάμεις, οι οποίες και θα αμυνθούν σθεναρά. Και επειδή αυτή είναι η θέσις του, γι’ αυτό και η νίκη μας θα έχη μαγαλύτερη αξία.

Πόση στ’ αλήθεια λεβεντιά, γενναιότητα, αυταπάρνηση, εθελοθυσία. περιφρόνηση προς το θάνατο, δεν έδειξαν και δεν έσερναν στα στήθια τους οι ατρόμητοι αυτοί μαχητές!

Οι σφαίρες του υπέρτερου σε αριθμητική δύναμη εχθρού έπεφταν σαν χαλάζι, η βροχή είχε μετατρέψει το χώμα που πατούσαν σε μία κόλαση λάσπης, τα ρούχα τους βρεμένα και ασήκωτα, κι εκείνοι είχαν αγκαλιασμέ­να τα όπλα τους και περίμεναν την προσταγή των αρχηγών τους για την τε­λική εξόρμηση. Η αρχαία παράδοση των γυναικών της Σπάρτης, που, όταν παρέδιδαν στα παιδιά τους την ασπίδα, τους έδιναν την εντολή ή τάν ή επί τάς, ξαναζωντάνεψε στις καρδιές και τα όπλα των Ελλήνων στρατιωτών. Ή θα νικούσαν ή θα έπεφταν πάνω στα όπλα τους νεκροί.

Σ’ εμάς τους επιζώντες, ένα ιερό χρέος μας επιβάλλει να υποκλινόμα­στε ευλαβικά στη μνήμη αυτών των επώνυμων και ανώνυμων ηρώων και μαρτύρων της ελευθερίας μας, στους οποίους και η ευγνωμοσύνη του έ­θνους μας είναι, αιώνια. Με το χαμόγελο στα χείλη και το μίσος στην καρ­διά για τον τύραννο, που είχε μετατρέψει τον όμορφο τόπο μας σε κόλα­ση, πρόσφεραν τη ζωή τους επώνυμα και ανώνυμα, μοσχοβολημένα παλι­κάρια, στο βωμό της πατρίδος μας, όταν στα ροδοπέταλά τους άνθιζαν α­κόμα οι δροσοσταλίδες της νιότης.

Η λευτεριά στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα, έγραψε ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Με το πύρωμα λοιπόν της καρδιάς και με το αίμα τους μας χά­ρισαν οι νεκροί και οι τραυματίες των εθνικών μας αγώνων τη λευτεριά, που σήμερα εμείς ανέμελα και άνετα γευόμαστε.

Την άλλη μέρα, 20ή Οκτωβρίου 1912, όταν ξημέρωσε, οι ελληνικές δυ­νάμεις μπήκαν στη Νεάπολη ανενόχλητες, διότι οι Τούρκοι τη νύχτα την είχαν εγκαταλείψει και κατευθύνθηκαν για την Καστοριά. Γιατί δεν έγινε αντιληπτή αυτή η μετακίνηση μιας τόσο μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, δεν έχουμε καμία πληροφορία.

Οι Τούρκοι κάτοικοι της Νεάπολης άπλωσαν άσπρα σεντόνια στους μι­ναρέδες των τζαμιών τους, σημείο ότι παραδίδονται και δεν προβάλλουν αντίσταση. Μία επιτροπή επίσης Τούρκαχν κατοίκων παρουσιάσθηκε στον Κατεχάκη και. δήλωσε ότι παραδίνει την πόλη στους ‘Ελληνες. Με προκήρυξη του Κατεχάκη κλήθηκε ο τουρκικός πληθυσμός να παραδώσει τα ό­πλα που κατείχε και στο πρώην τουρκικό Διοικητήριο αναρτήθηκε η ελλη­νική σημαία.

Ένα πλήθος από σημαντικό πολεμικό υλικό βρέθηκε στις στρατιωτικές αποθήκες της Νεάπολης. Έξι χιλιάδες (6.ΘΘ0) αντίσκηνα, χίλιοι(1.000) γυλιοί, χίλιοι (1.000) στρατιωτικοί μανδύες, δύο χιλιάδες (2.000) κιβώτια με φυσίγγια, μεγάλες ποσότητες δερμάτων για την κατασκευή αρβυλών, χι­λιάδες από τεμάχια ασπρορούχων και στρατιωτικά σακκίδια.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας έφτασαν στο Λειψίστι, προερχόμενοι α­πό τα Γρεβενά, 70 με 80 πεζοναύτες υπό τον ανθυπίατρο Θρασύβουλο Μαργαρίτη από το Βόλο και ανέλαβαν αστυνομικά καθήκοντα. Οι πεζο­ναύτες ήταν άντρες του ναυτικού, οπλισμένοι μόνο με γκράδες και χρησι­μοποιούνταν στα καταλαμβανόμενα σημαντικά κέντρα σε αστυνομικά κα­θήκοντα.

Στις 4 η ώρα το απόγευμα της 20ής Οκτωβρίου, παρουσία 300 ανδρών του τακτικού στρατού, εθελοντών ανταρτών και πλήθους κόσμου, θάφτη­καν με στρατιωτικές τιμές οι νεκροί της μάχης. Με λόγια που έφεραν δά­κρυα στα μάτια στρατιωτικών και πολιτών, αποχαιρέτησε τους νεκρούς ο εθελοντής Κρητικός, δάσκαλος στο επάγγελμα, Ιωάννης Πολυχρονάκης.

Πρώτος Φρούραρχος της Νεάπολης ορίστηκε ο Λοχαγός πεζικού Γεώργιος Δεδούσης, που γεννήθηκε στην Κάψη Φθιώτιδας το 1856. Ήταν δηλαδή την εποχή αυτήν ηλικίας 56 ετών. Από το επίσημο βιογραφικό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το οποίο ζήτησε και έλαβε ο Δήμος Νεάπολης, προκύπτει ότι ο Δεδούσης είχε λάβει μέρος, ως οπλίτης, στην επίθεση κατά του Σταθμού Γκριτζόβαλι το 1886. Στον άτυχο πόλεμο του 1897 συμμετέσχε ως αξιωματικός και η κήρυξη του πολέμου του 1912 τον βρήκε σε κατάσταση αποστρατείας. Ο ανυπότακτος αυτός μαχητής δεν μπορούσε να βλέπει τα δρώμενα ως θεατής. Με αίτησή του ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία με το βαθμό του Λοχαγού και τώρα τον βλέπουμε να είναι ο πρώτος Φρούραρχος της Νεάπολης.

Την 21 Οκτωβρίου οι οπλαρχηγοί Γύπαρης και Νικολούδης διατάχτη­καν να μεταβούν με όλη τους τη δύναμη στο Τσοτύλι, για να αφοπλίσουν τους Τούρκους κατοίκους του. Ο απολογισμός αυτής της αφόπλισης ήταν 180 μάουζερ και 4 φορτιά φυσίγγια.

Συγκινητική ήταν η υποδοχή που επεφύλαξαν οι Έλληνες κάτοικοι του Τσοτυλίου στους ελευθερωτές των εθελοντές, αναγνωρίζοντας έτσι ότι στους δικούς τους αγώνες και στο αίμα των νεκρών συναδέλφων τους, ό­φειλαν το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας τους.
Οι δυο αρχηγοί με δέος επισκέφτηκαν το ιστορικό Γυμνάσιο, που είχε πανελλήνια φήμη και με έκπληξή τους διεπίστωσαν ότι φρουρός και επι­στάτης του ήταν ένας Τούρκος και όχι Έλληνας. Σε σχετική τους ερώτηση γιατί συνέβαινε αυτό, οι Έλληνες προύχοντες απάντησαν ότι, αν δεν υ­πήρχε στη θέση αυτή Τούρκος, τον οποίο άλλοι από τους ομόφυλούς του φοβούνταν και άλλοι σέβονταν, υπήρχε κίνδυνος να καεί από τούς Τούρκους το Γυμνάσιο.

ΛΟΧΟΣ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑ­ΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΣΟΤΥΛΙ

Αφού οι άνδρες των εθελοντικών Σωμάτων Κρήτης αναπτύχθηκαν για λίγο μόνο στο Τσούρχλι μετά την ανακατάληψη του, που έγινε στις 19 Οκτωβρίου, ξεκίνησαν ως πρόσκοποι για το Λειψίστι. Τους άνδρες εκείνους ακολουθούσε και τακτικός στρατός. Έτσι τα μεν Σώματα του Γύπαρη και Νικολούδη, βάδιζαν με οδηγό το Χρήστο Γαζέπη, από το Τσούρχλι προς τα ΒΔ, τα δε Σώματα του Μαυρογένη και Ζουδιανού προς τα ΒΑ, ενώ ο Κατεχάκης με το Μαρκάκη βά­διζαν προς το Κέντρο.

Τα σώματα του Γύπαρη και Νικολούδη αφού πέρασαν απ’ το Τουρκοχώρι, Πυλωροί κι αφόπλισαν του Τούρκους κατοίκους του, συνέχισαν την πορεία τους με αντικειμενικό σκοπό, να μπούνε στο Λειψίστι. Κι ενώ δεν απείχαν ούτε μια ώρα απ’ αυτό, αντελήφθησαν μπροστά τους ένα λό­χο τουρκικού στρατού, να κατευθύ­νεται προς το Τσοτύλι, με σκοπό να βάλουν σφαγή στους καθηγητάς και μαθητάς τού Γυμνασίου και στη συ­νέχεια φωτιά στο ιερό αυτό εντευ­κτήριο των γραμμάτων. Οι προθέσεις όμως των Τούρκων γρήγορα έγιναν γνωστές στο Τσοτύλι, γι’ αυτό και οι καθηγηταί με τους μαθητάς διασκορ­πίστηκαν στα διάφορα χωριά, που βρίσκονται προς τα δυτικά του Τσοτυλίου, για να έχουν ασφάλεια.

Όταν λοιπόν οι αρχηγοί των Σω­μάτων αντελήφθησαν την κίνηση του τουρκικού λόχου και έμαθαν σε τι απέβλεπε εκείνη, πέρασαν μια ρεμα­τιά και βρέθηκαν στο χωριό Μαρτσίστι (Περιστέρα), απ’ όπου κι άρχι­σαν να πυροβολούν κατά των ανδρών του τουρκικού λόγου. Κι επειδή οι άν­δρες του τουρκικού λόχου δεν μπό­ρεσαν να αντιταχθούν, κατέφυγαν στο διπλανό χωριό Καλλιστράτι, στο οποίο προσέτρεξαν κι άλλοι απ’ τα δυτικά του Λειψιστού, για να τους βοηθήσουν.

ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΙ

Την ημέρα εκείνη. 19 Οκτωβρίου 1912, έγινε μάχη στο Καλλιστράτι, η οποία τίμησε τα όπλα των Κρητών εθελοντών. Ο Γύπαρης με το Νικολούδη για να υπερφαλαγγίσουν τον εχθρό και να τον θέσουν ανάμεσα σε δυο πυρά, προχώρησαν προς το Αηδονοχώρι. Όταν όμως οι Τούρκοι, αντελήφθησαν την κυκλωτική κίνηση, που τους έκαμαν οι Κρητικοί και την οποία θα διέτρεχαν οπωσδήποτε κίνδυνο, αφήκαν το Καλλιστράτι. Σ’ αυτό μπήκαν αμέσως οι: Μανώλης Βαγγελινός, Στ. Κόκκινος, Κων. Κτενάς, Στέφ. Καλογεράκης, Μιχ. Μελαδάκης, Νικόλαος Γιαλίρης, Χρ. Αυγουστάκης και Χρ. Ξιλανάκης.

Οι άνδρες όμως του τουρκικού λό­χου, που επέστρεψαν στο Λειψίστι, αφού ανασυντάχθηκαν, επετέθησαν, όχι μόνο κατά των Κρητών εκείνων, που βρίσκονταν στο Καλλιστράτι, αλ­λά και εναντίον εκείνων, που βρίσκο­νταν στο Αηδονοχώρι. Στο Καλλι­στράτι έγινε τότε αληθινή γιγαντο­μαχία, γιατί οι 8 άνδρες που είχαν μπει σ’ αυτό, κρατούσαν καλά τις θέ­σεις τους, απ’ τις οποίες και κατόρ­θωσαν να αποκρούσουν ένα ολόκλη­ρο εχθρικό λόχο. Τη γιγαντομαχία ό­μως εκείνη πλήρωσαν με το αίμα τους δύο Κρητικοί, ο Χρ. Ξιλανάκης, απ’ το Σέλινο των Χανίων, τον οποίο σφαίρα εχθρική βρήκε στο μέτωπο του και ο Χρ. Αυγουστάκης, απ’ τον Άγιο Βασίλειο, τον οποίο σφαίρα ε­χθρική αρχικά μεν χτύπησε στο πό­δι, άλλη δε στο θώρακα. Στη μάχη εκείνη τραυματίσθηκε επίσης κι ο Μι­χαήλ Γιαλίρης, ο οποίος και απομα­κρύνθηκε αμέσως απ’ το πεδίο της, ενώ ο Νικ. Γιαλίρης χάθηκε, χωρίς να φανεί πουθενά. Όταν οι ανδρείοι Κρητικοί είδαν, πως απέμειναν οι μι­σοί μετά τον φόνο των δυο, τον τραυ­ματισμό του ενός και την απώλεια ενός άλλου και διέγνωσαν, ότι η θέση τους δεν ήταν ασφαλισμένη, αποκακρύνθηκαν απ’ το Καλλιστράτι, στο οποίο μπήκαν οι Τούρκοι και το έβα­λαν φωτιά.

ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΑΡΤΣΙΣΤΙ

Οι Τούρκοι, αφού έβαλαν φωτιά στο Καλλιστράτι, έρριξαν το βάρος των ενεργειών τους προς το άλλο χωριό, το Μαρτσίστι (Περιστέρα), για­τί σ’ αυτό είχαν αφήσει ο Κρητικοί τις αποσκευές τους και σ’ αυτό είχαν μεταφέρει και τους τραυματίες τους. Όταν όμως εκείνοι είδαν τους Τούρ­κους, να κατευθύνονται προς το Μαρτσίστι, έπιασαν τους γύρω απ’ αυτούς λόφους και ήταν έτοιμοι, να τους αποκρούσουν. Στις 4 μ.μ. έφθανε ενίσχυσι από ένα λόχο ευζώνων με τον υπολογοχαγό, Αθανασιάδη, οπό­τε και άρχισε η μάχη, στην οποία έπεσε ένας εύζωνος νεκρός, άλλος δε ένας τραυματίσθηκε μαζί με το Γιώρ­γο Σκορδίλη, απ’ τον Αποκόρωνα της Κρήτης. Μετά οίπ’ αυτούς σκοτώθη­κε ο λοχίας των ευζώνων, Λαΐνας, ο οποίος πολεμούσε δίπλα απ’ τον ο­πλαρχηγό, Γιάννη Βούρβαρη και με­τά απ’ αυτόν, ο Χαρίτωνας Βάβουκας. Τραυματίστηκαν κατόπι οι Κρη­τικοί: Μ. Μπαντουδάκης, Μπραγάκης και Βαγγέλης Σαριδάκης. Τον τε­λευταίο μετά τον τραυματισμό του, φορτώθηκε στην πλάτη του ο εθελο­ντής, Γιώργος Μυλωνάς, απ’ τη Μακρυνίτσα του Βόλου, ο οποίος και τον μετέφερε στο σπίτι του ιερέα του χω­ριού Παπαγιώργου (Παλαιολόγου).

Στους νεκρούς της μάχης εκείνης υπήρχαν και δύο ντόπιοι, που ήταν αγροφύλακες. Κι ο μεν ένας ήταν ο Λάγγας, απ’ το Λουκόμι, ο δε άλλος ο Χριστόπικος, απ’ το Λειψίστι. Κι οι δύο χρησίμευσαν ως αγγελειοφόροι των Αρχηγών των Σωμάτων. Οι Τούρ­κοι στις μάχες του Καλλιστρατίου και Μαρτσιστίου είχαν χάσει 17 άνδρες. Όταν όμως στις 6 μ.μ. υποχώρησαν προς το Λειψίστι, ο μεν λόχος των ευζώνων με τον Αθανασιάδη κατευ­θύνθηκε προς το Λουκόμι, οι δε Αρ­χηγοί των Σωμάτων αγρύπνησαν ό­λη τη νύχτα με τους άνδρες τους, για να φυλάγουν όχι μόνο τα σπίτια του χωριού, αλλά και τους λίγους κατοί­κους του, που για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν να φύγουν απ’ αυτό.

ΠΩΣ ΓΛΥΤΩΣΕ Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΙΑΛΙΡΗΣ

Ο Νικόλαος Γιαλίρης, που στο Μακεδονικό αγώνα ήταν οπαδός του Ενθομάρτυρος, Παύλου Μελά, όπως γράφω με παραπάνω, στη μάχη του Καλλιστρατίου χάθηκε. Είχε απομο­νωθεί σ’ ένα σημείο της περιοχής του χωριού αυτού, γιατί είχε τραυματι­σθεί στο πόδι του και δεν μπορούσε να βαδίσει. Εκεί όμως που πυροβολούσε καθιστός τους εχθρούς και τους απέκρουε, μια εχθρική σφαίρα τον έσπασε το χέρι, οπότε το όπλο του έγινε άχρηστο, γιατί δεν μπο­ρούσε να το χειρισθεί κι έκαμνε χρή­ση του πιστολιού του. Δύο Τουρκαλβανοί, που έφτασαν τότε στον τό­πο, που καθόταν, έτρεξαν να τον πιάσουν ζωντανό. Εκείνος όμως χω­ρίς να θορυβηθεί κι ούτε να χάσει το θάρρος του, σκόπευσε με το πιστόλι του κι έρριξε νεκρό τον ένα, ενώ ο άλλος τρομαγμένος τόβαλε στα πόδια. Κατόπι έρποντας, κατόρθωσε να απομακρυνθεί κάπως απ’ το πεδίο της μάχης. Μόλις όμως πήρε να νυ­χτώνει, τον παρέλαβαν οι συμπολεμισταί του. Ο Αρχηγός Νικολούδης, που παρηκολούθησε τη γενναιότητα του Γιαλίρη, τον ανεγνώρισε, ως ο­πλαρχηγό.

 Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΕΙΨΙΣΤΙ

Λειψίστι ή Λειαψίστι, όπως το έ­λεγαν παλαιότερα, είναι η σημερινή Νεάπολη του Βοΐου. Η κωμόπολη αυτή μέχρι του 1881, που μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα, ήταν ένα μικρό και ασήμαντο χωριό. I’ αυτό κατοικούσαν λίγοι μόνο Έλληνες, ενώ οι Τούρκοι ή­ταν πιο πολλοί, αρκετοί απ’ τους ο­ποίους ήταν μπέηδες, όπως ο Αλή μπέης, ο Ριζά μπέης, ο Ραμζά μπέης κ.α. Απ’ όλους όμως τους μπέηδες της κωμοπόλεως αυτής πιο πλούσιος ήταν ο Χαμζά μπέης, γιατί είχε πολ­λά κτήματα, μέσα στα οποία και το μεγάλο αλευρόμυλο, που περιήλθε με­τά την απελευθέρωση της Μακεδο­νίας στο Νεαπολίτη, Θεόδωρο Κεραμάρη. Το Λειψίστι, άρχισε να παίρνει καινούργια όψη από του έτους 1881, οπότε και μεταφέρθηκε σ’ αυτό το Σώμα του τουρκικού στρατού, απ’ τη Λάρισα. Πιο πολύ δε καλυτέρευσε η όψη του, όταν ανέλαβε τη διοίκηση του Σώματος στρατού, ο Νεσάτ πα­σάς. Τότε χτίσθηκε το Νοσοκομείο και οι 4 στρατώνες, που στον πόλεμο του 1912, κάηκαν.Μετά την κατάληψη του Τσουρχλιού, έπρεπε να καταληφθεί οπωσ­δήποτε το Λειψίστι απ’ τον Ελληνικό στρατό, το οποίον υπεστήριξε ένα Σύνταγμα τακτικού στρατού με ένα Σώμα από άτακτους τουρκαλβανούς, που τελούσε υπό τη αρχηγία του Μπεκήρ αγά, από το Τσούρχλι. Στις 19 Οκτωβρίου του 1912, που συνά­πτονταν οι μάχες στο Καλλιστράτι και στο Μαρτσίστι, τα δύο Σώματα των εθελοντών, που τελούσαν υπό την αρχηγία του οπλαρχηγού, Γιάν­νη Μαυρογέννη και του ανθυπολο­χαγού Νικολάου Ζουδιανού, είχαν φτάσει στο Τουρκοχώρι, Λάη (Πεπο­νιά). Ώσπου όμως να φθάσουν σ’ αυ­τό, πέρασαν πρώτα από ένα άλλο Ελληνικό χωριό, το Φουργκάτσι (Κλή­μα), οι κάτοικοι του οποίου τους υποδέχθηκαν με χαρά. Το Φουργκά­τσι, ήταν την εποχή εκείνη τσιφλίκι ενός μπέη λοχαγού, απ’ την Αλβανί­α, ο οποίος υπηρετούσε στην Τριπολίτιδα της Αφρικής. Ως αντιπρόσωπό του (κεχαγιά) είχε ο μπέης εκεί­νος τον πατέρα του Μπεκήρ αγά. Ό­ταν λοιπόν οι άνδρες των δύο εθελο­ντικών Σωμάτων βρέθηκαν στη Λάη, αντίκρυσαν μπροστά τους ένα Τούρ­κο, καβάλα στ’ άλογό του, από τον οποίον αφού συνέλαβαν, πληροφορήθηκαν ότι στο Λειψίστι επικρατού­σε μεγάλος πολεμικός οργασμός και ότι ο τουρκικός: στρατός ήταν απο­φασισμένος, να προβάλει αντίσταση. Έτσι αφού πήραν τις πληροφορίες εκείνες, οι μεν δύο Αρχηγοί έσπευσαν να πιάσουν τη γέφυρα του Καφτάναγα (Τέτουλα), επί του Αλιάκμονος, που ενώνει το Λειψίστι με ,το Βογατσικό, ενώ ο Τόμπρος βάδιζε κατά μέτωπο με μεγάλη δύναμη προς το Λειψίστι, για να μπορέσει να εξακρι­βώσει τις θέσις που κατείχε ο εχθρός.

Ήταν η 11η πρωινή ώρα της ημέ­ρας εκείνης, όταν οι ελληνικές δυνά­μεις υπό τον Τόμπρον, εκεί που προθουσιασμό και με τέτοια τόλμη, που στρατός και αντάρτες, συναγωνίζο­νταν, ποιοι να καταγάγουν την καλύ­τερη νίκη. Οι εχθρικές σφαίρες, που έπεφταν όπως η βροχή, δεν μπορού­σαν να αναχαιτίσουν την ορμή των Ελλήνων πολεμιστών, οι οποίοι προ­χωρούσαν άφοβα, για να πετύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Μα κι όταν ακόμη ο θάνατος θέριζε ένα πο­λεμιστή, ο διπλανός του αδιαφορώ­ντας προχωρούσε ακάθεκτος, για να μπορέσει να μπει στο Λειψίστι. Στη μεγάλη εκείνη εξόρμηση έδειξαν απα­ράμιλλη ανδρεία δύο Κρητικοί, οι α­δελφοί Μακράκη, Μιχάλης και Γιάν­νης, απ’ τους οποίους ο μεν πρώτος ήταν αρχηγός, ο δε δεύτερος που ή­ταν Ταμίας του Τελωνείου Χανίων, ή­ταν οπλαρχηγός. Ο Γιάννης, έπεσε από εχθρική σφαίρα, που του ήλθε απ’ τα εχθρικά χαρακώματα, μαζί δε μ’ αυτόν είχε πέσει κι άλλος ένας Κρητικός, ο Γιώργος Παναγιώτακης. Στο μεταξύ τραυματίσθηκε κι ο διοι­κητής Καμπούρης, τον οποίο αντι­κατέστησε ο Γ. Κατεχάκης, καθώς και ο υπασπιστής του, Χαραλάμπης. Έ­τσι οι ανδρείοι εκείνοι μαχηταί είχαν μπροστά τους όχι μόνο το κακό της φωτιάς, αλλά και την βροχή η οποία είχε γεμίσει τους δρόμους με λάσπες, που δυσχέραιναν τις κινήσεις τους. Ως τόσο όμως οι ατρόμητοι μαχηταί αντιμετώπιζαν όλες τις δυσκολίες με μεγάλη εγκαρτέρηση. Στα εθελοντι­κά Σώματα που έκαμναν την εξόρ­μηση κατά του Λειψιστιού, μετείχαν και δυο ευέλπιδες, ο Νικόλαος Λιούμπας και Αθανάσιος Ζάϊκος. Ο Ζάϊκος τραυματίσθηκε, κι ύστερα από λίγο οδηγήθηκε στο θάνατο.Παρά τη μεγάλη δε εχθρική αντί­σταση που βρήκαν οι Έλληνες μαχη­ταί, κατόρθωσαν ως τόσο να προ­σπεράσουν τις δύο απ’ τις τρεις σει­ρές των συρματοπλεγμάτων, που εί­χαν κατασκευάσει οι Τούρκοι έξω α­πό το Λειψίστι. Όταν δε πλησίαζε να νυχτώσει, ακάθεκτοι εκείνοι έπε­σαν στο πεδίο της μάχης, γιατί ούτε τοίχοι, ούτε δέντρα, μα ούτε και πέ­τρες ακόμη υπήρχαν, για να καλύ­πτονται. Ο λοχαγός Τόμπρος, που ανήκε στο Σώμα του Κατεχάκη, πε­ριφρονώντας το θάνατο, όρμησε σε Λειψίστι.Μιλώντας το βράδυ εκείνο στους άνδρες του ο Γενικός Αρχηγός των ε­θελοντικών Σωμάτων, Γεώργιος Κατεχάκης, είπε προς αυτούς τα πα­ρακάτω λόγια:«Το Δειψείστι, είναι πρωτεύουσα της Επαρχίας Ανασελίτσης,. Είναι ση­μείο οχυρό και από στρατηγικής α­πόψεως χρησιμώτατο. Ο κύριος του Λειψιστιού, είναι και κύριος της κοιλάδος του Αλιάκμονος. Πρέπει πάση θυσία να το καταλάβωμεν. Επειδή ο εχθρός γνωρίζει τη χρησιμότητά του, γι’ αυτό και συγκέντρωσε σ’ αυτό ό­λες τις δυνάμεις του, οι οποίες και θα αμυνθούν σθεναρά. Και επειδή αυτή είναι η θέση του, γι’ αυτό και η νίκη μας θα έχει μεγαλυτέρα αξία».

ΤΟ ΛΕΙΨΙΣΤΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ

Όταν την άλλη μέρα (20 Οκτω­βρίου) ξημέρωσε, οι Έλληνες μαχηταί μπήκαν στο Λειψίστι δίχως κανένα εμπόδιο, γιατί ο μεν τουρκικός στρα­τός το είχε εγκαταλείψει τη νύχτα και τράβηξε προς την Καστοριά, οι δε Τούρκοι κάτοικοι’ του πριν ακόμη φέ­ξει, άπλωσαν άσπρα σεντόνια στους μιναρέδες τους. Με την είσοδο του στρατού στην κωμόπολη, παρουσιά­σθηκε στον Έλληνα αρχηγό Επιτροπή Τούρκων κατοίκων, η οποία δήλωνε ότι παραδίδουν την κωμόπολή τους στον Ελληνικό στρατό. Αναρτήθηκε κα­τόπιν στο Διοικητήριο η Ελληνική ση­μαία και κατελήφθησαν οι στρατιω­τικές αποθήκες, στις οποίες βρέθηκε αμύθητος θησαυρός από πολεμικό υ­λικό. Ήταν δε το υλικό εκείνο 6.000 αντίσκηνα, 1.000 γυλεοί, 1.000 μαν­δύες στρατιωτικοί, 2.000 κιβώτια φυ­σιγγίων, μεγάλες ποσότητες δερμάτων για την κατασκευή αρβυλών, χιλιάδες τεμαχίων ασπρορούχων, χιλιάδες τε­μαχίων σακιδίων και άλλων αντικειμέ­νων στρατιωτικών, που αντιπροσώ­πευσαν πολλές χιλιάδες δραχμών της εποχής εκείνης.

Ο Κατεχάκης μαζί με το Στέφανο Γεννάδη εξέδωκαν κοινή προκήρυξη, με την οποία καλούσαν τους Τούρκους κατοίκους της κωμοπόλεως να παραδώσουν τα όπλα, που φύλαγαν στα σπίτια τους.

Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΙ Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ(Χρονικά Νεάπολης)
 

Είδαμε μέχρι τώρα πώς είχε διαμορφωθεί η στρατιωτική κατάσταση στη Νεάπολη, μετά την εγκατάλειψη της από τους Τούρκους την 20η Οκτωβρίου του 1912.

Η κυρίως δύναμη του τακτικού στρατού και των εθελοντικών σωμάτων έπρεπε να μετακινηθεί και προς άλλες κατευθύνσεις, γιατί ήταν ανάγκη να σιγουρευθεί η απελευθέρωση της γύρω από τη Νεάπολη περιοχής. Έτσι τα σώματα των Κρητικών αναχώρησαν από τη Νεάπολη και κατευθύνθηκαν προς το Βογατσικό, που είχε διαδραματίσει πολύ σπουδαίο ρόλο σ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Οι κάτοικοι του χωριού, που ήταν ήδη ελεύθερο, υποδέχθηκαν με ακράτητο ενθουσιασμό τους Έλληνες μαχητές.

Ο ιεροδιδάσκαλος Παπαδήμος Οικονόμου, που ήταν στενός συνεργά­της του Γεωργίου Κατεχάκη στο Μακεδονικό Αγώνα, μετά τη Θεία Δοξο­λογία την οποία τέλεσε, έσυρε πρώτος το χορό στο γλέντι που έγινε, αφού πρώτα ευχαρίστησε τους Κρήτες, που με τη γενναιότητα τους έφεραν την πολυπόθητη λευτεριά.

Τι απέγινε όμως με τους Τούρκους, πού βρίσκονταν και τι σκέπτονταν να πράξουν;

Δεν είχαν μείνει δυστυχώς άπρακτοι και δεν είχαν καμία πρόθεση να αφήσουν τη σοβαρή και μακρόχρονη βάση τους, τη Νεάπολη, στα χέρια των Ελλήνων. Γνώριζαν τη στρατηγική της σημασία και ήθελαν να την ξαναπάρουν στη δική τους κατοχή. Μετά την εγκατάλειψη της είχαν συγκε­ντρώσει τις δυνάμεις τους στην Καστοριά και Φλώρινα και απ’ εκεί άρχι­σαν νέες εξορμήσεις για την επανακατάκτηση της όλης περιοχής. Την ίδια μέρα που τα ελληνικά τμήματα μπήκαν στο Βογατσικό και πήραν το δρό­μο για την περιοχή της Φλώρινας, είδαν οι μαχητές έκπληκτοι να έρχονται προς τη δική τους κατεύθυνση κάτοικοι του χωρίου Φλάμπουρου, παλιάς Νεγκοβάνης, που κατάκοποι και κλαίγοντας διηγήθηκαν ότι οι Τούρκοι, παρά την αντίσταση 100 περίπου Ελλήνων, κατέλαβαν το χωριό τους και το παρέδωσαν στις φλόγες. Η είδηση επιβεβαιώθηκε πλήρως, όταν οι Έλληνες είδαν τα υπολείμματα της ελληνικής δύναμης του Φλάμπουρου να βαδίζουν προς το Νυμφαίο. Μετά το Φλάμπουρο οι Τούρκοι κατέλαβαν το Νυμφαίο, τη Βεύη, το Αμύνταιο, όπου μία ελληνική μεραρχία είχε σχεδόν αποδεκατισθεί, και το Ξυνό Νερό. Την 25η Οκτωβρίου, αφού κατέλα­βαν την Κλεισούρα Καστοριάς, προχώρησαν προς το Μπλάτσι. το οποίο και κατέλαβαν. Η κατάσταση για τη Νεάπολη δεν προοιωνιζόταν ευχάρι­στη, γιατί η φρουρά της ήταν μικρή και άσχημα εξοπλισμένη.

Βρισκόμαστε ήδη στην 27η Οκτωβρίου 1912. Όλα τα Σώματα των Ελλήνων εθελοντών είχαν συγκεντρωθεί στη Μηλίτσα (Σλήμιτσα) Καστοριάς, όπου συγκροτήθηκε πολεμικό συμβούλιο. Ο αρχηγός Κατεχάκης, αφού ανήγγειλε πρώτα την ευχάριστη είδηση απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και τη θλιβερή της καταστροφής της ελληνικής μεραρ­χίας στο Αμύνταιο, τόνισε ότι οι Τούρκοι θα επιδιώξουν με ισχυρές δυνά­μεις να ανακαταλάβουν το Αειψίστι. Γι’ αυτό, είπε, είναι ανάγκη να μετα­βούν σ’ αυτήν οι Μπολάνης ή Βολάνης Γεώργιος, από τους Λάκκους Κυδωνιών Χανίων47 και Μαυρογένης, με τα σώματά τους, ο δε Γύπαρης να μεταβεί στο χωριό Μπουμπούστι (Πλατανιά), για να αφοπλίσει τους Τούρκους κατοίκους του χωριού αυτού και των γύρω απ’ αυτό τουρκικών χωριών. Οι προβλέψεις του Κατεχάκη δε διαψεύσθηκαν. Οι Τούρκοι της Καστοριάς και της Χρούπιστας, αφού ενισχύθηκαν σοβαρά, ξεκίνησαν για τη Νεάπολη. Σκοπός τους ήταν, με τη φωτιά και τη σφαγή, να μην αφήσουν τίποτε το ελληνικό ζωντανό και όρθιο. Οι πρώτες αψιμαχίες με ελληνικές δυνάμεις από 250 περίπου οπλοφόρους, μεταξύ των οποίων ήταν και 50 α­πό το Σκαλοχώρι, έγιναν στο χωριό Κρεμαστή (Σέσαμη), όπου και σκοτώθηκε ο Σκαλοχωρίτης δάσκαλος Παπαθανασίου Ανδρέας.

Σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Κρήτη.
 

Την 29η Οκτωβρίου, τεράστια τουρκική δύναμη τακτικού στρατού, ενισχυμένη σοβαρά και από εξοπλισθέντες ατάκτους, έφτασε μπροστά από το Βογατσικό. Ο Τούρκος Διοικητής ζήτησε από τους προύχοντες να του πα­ραδώσουν το χωριό. Οι προύχοντες ζήτησαν μία μικρή προθεσμία για να συννενοηθούν, όπως είπαν, με τους συγχωριανούς τους. Σκοπός τους ήταν να κερδίσουν χρόνο και, αφού απομακρύνουν τα γυναικόπαιδα, να προ­βάλουν αντίσταση .Έτσι και έγινε.

‘Οταν άρχισε η μάχη, οι Έλληνες διέκριναν, χωρίς ψευδαισθήσεις, ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, γι’ αυτό εγκατέλειψαν το χωριό και ζήτησαν καταφύγιο σε άλλα πιο ασφαλή μέρη. Χωρίς αντίσταση μπήκαν οι Τούρκοι στο Βογατσικό και το παρέδωσαν στις φλόγες, σκοτώνοντας 10 περίπου υ­περήλικες και γυναίκες.

Στη Νεάπολη είχαν φτάσει οι σταλμένοι από τον Κατεχάκη δύο ο­πλαρχηγοί Μπολάνης και Μαυρογένης, στους οποίους προστέθηκε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού επίτιμου προέδρου της Ν.Δ. και πρώην Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Την 1η Νοεμβρίου αντιπροσωπεία κατοίκων από τη Βελανιδιά έφτασε στη Νεάπολη και ανήγγειλε στο Φρούραρχο Δεδούση ότι πολυάριθμη τουρ­κική δύναμη, προερχόμενη από την Καστοριά και τη Χρούπιστα, βρίσκεται καθ’ οδόν και στο πέρασμά της καταστρέφει τα πάντα. Ζήτησαν ταυτόχρο­να απ’ αυτόν να στείλει ελληνική δύναμη για να προστατεύσει το χωριό τους.

Όταν το σώμα του καπετάν Μπολάνη βγήκε από τη Νεάπολη, με πρό­θεση να μεταβεί στη Βελανιδιά, διαπίστωσε ότι ένα τεράστιο πλήθος τουρ­κικών στρατευμάτων κατευθυνόταν προς τη Νεάπολη.

Η μάχη άρχισε σε λίγο σφοδρή και πεισματώδης. Οι Τούρκοι, ενισχυ­μένοι με κανόνια, σφυροκοπούσαν ανελέητα τις ελληνικές θέσεις. Μία ο­βίδα απέκοψε το αριστερό χέρι και τα δυο πόδια του 18χρσνου Κρητικού Θεόδωρου ΙΙαπαγιαννάκη.

Η αντίσταση των Ελλήνων ήταν πεισματώδης και αποτελεσματική. Η πρώτη επίθεση των Τούρκων σταμάτησε για λίγο. Όταν οι Τούρκοι είδαν ότι με τις βολές του πυροβολικού δεν έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έριξαν στη μάχη το πολυάριθμο πεζικό τους. Η μάχη έγινε τώρα πιο σκλη­ρή. Από το νεκροταφείο της Νεάπολης ογδόντα (80) μόνο πεζοναύτες με γκράδες και εξήντα (60) περίπου εθελοντές έπρεπε να αντιμετωπίσουν μία δύναμη δύο άριστα εξοπλισμένων τουρκικών ταγμάτων, που αριθμούσαν πάνω από 500 άντρες. Η θέση των γενναίων υπερασπιστών ήταν δεινή, γιατί δεν υπήρχαν οχυρά χαρακώματα για να τους προστατεύσουν, και, καθώς οι οβίδες σφύριζαν και ανέσκαπταν το χώμα όπου έπεφταν, δεν υ­πήρχε ούτε πιθαμή γης για να καλύψουν τα σώματά τους.

Σφαίρα εχθρική βρήκε στον αριστερό του βραχίονα τον οπλαρχηγό Χρήστο Μανωλαράκη. Κάποιος διπλανός του συμπολεμιστής, που προθυ­μοποιήθηκε να του επιδέσει το τραύμα, ακούστηκε να του λέει δυνατά και χαριτολογώντας: Είχε, καπετάνιο, το δεξί σου χέρι παράσημο από το Μακεδονικό Αγώνα, πήρε τώρα και το αριστερό σου για να επέλθει ισορροπία.

Υπήρξαν στ’ αλήθεια σ’ όλους τους αγώνες τον έθνους μας μορφές ηρώ­ων, που θα ανήκουν όχι μόνο στις ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας, αλλά εί­ναι ανεβασμένοι στο βάθρο των εθνικών μας μύθων. Πάλαιψαν και πολέμη­σαν εναντίον εχθρών υπερτερούντων σε αριθμητική και δύναμη πυρός, αλλά δε λιποψύχησαν. Η μεγαλοσύνη τους, η ψυχική τους δύναμη και αντοχή, σε ώρες που ο θάνατος τους άγγιζε, σκορπούσαν μία υπέργεια αίγλη που θέρ­μαινε, στήριζε και ενδυνάμωνε την απόφαση που είχαν πάρει: Ή λευτεριά ή θάνατος.

Στο μεταξύ, βαρύ πλήγμα για τους μαχόμενους Έλληνες αποτέλεσε ο επισυμβάς βαρύς τραυματισμός του Φρουράρχου Δεδούση, τον οποίο α­ντικατέστησε στη Διοίκηση ο Κρητικός Μανώλης Μίγλης. Από κείνη τη στιγμή και πέρα η μάχη είχε κριθεί. Διέγνωσε καλά ο νέος Διγενής της Νεάπολης ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, γι’ αυτό, αποτεινόμενος στους άνδρες του, τους είπε: Παιδιά μου, να έχετε την ευχή μου. Πηγαίνετε τώρα να χρησιμεύσετε κι αλλού. Δεν υπάρχει ελπίδα ούτε να σωθώ μα ούτε και ν’απομακρυνθώ. Αποθνήσκω ευχαριστημένος, γιατί το δικό μου αίμα συνετέ­λεσε, ώστε να ιδώ την Πατρίδα μου μεγάλη. Δεν θέλω να περιέλθω όμως σε χέρια μιαρά, ζωντανός.

Το μεγαλείο του ήρωα αυτού δεν είχε σύνορα. Είχε αποφασίσει να πε­θάνει, αλλά ήθελε να πεθάνει σαν Έλληνας. Σ’ αυτή την ύστατη ώρα του αποχωρισμού του από την επίγεια ζωή και τη μετάβαση στο πάνθεο των η­ρώων όλων των εθνικών μας αγώνων, θυμήθηκε το τραγούδι του Π. Μελά: Για σε γλυκεία πατρίδα μου το αίμα μου το χύνω, για νάχης δόξα και τιμή να λάμπης σαν τον κρίνο.

Με την προφορά της τελευταίας λέξης, πίεσε τη σκανδάλη του περι­στρόφου του, που είχε στηρίξει στον κρόταφο του και αυτοκτόνησε για να μην περιέλθει ζωντανός σε μιαρά χέρια.

Για τη Νεάπολη αιώνια θα παραμείνει η ευγνωμοσύνη και η μνήμη αυτής της μυθικής φυσιογνωμίας του γενναίου, του νέου Έλληνα Διγενή, Γεωργίου Δεδούση.

Η τύχη της Νεάπολης είχε κριθεί και πάλι δυσμενώς γι’ αυτήν και τον ελληνικό πληθυσμό. Ο αναλαβών την διοίκηση των Ελλήνων Μανώλης Μίγλης, όταν διαπίστωσε ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, απέστειλε μέ­ρος της δύναμης των πεζοναυτών να καταλάβουν και φρουρήσουν τις γέ­φυρες του Αλιάκμονα, για να είναι απρόσκοπτη η διαπεραίωση του από τους Έλληνες. Στη συνέχεια, όταν έπεσε βαρύ και βαθύ το σκοτάδι της 1ης Νοεμβρίου 1912, εγκατέλειψε τη Νεάπολη με την υπόλοιπη δύναμη και τους τραυματίες και τράβηξε για τη Σιάτιστα, όπου όλοι μαζί έφτασαν μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα.

Ένα περίεργο αλλά αληθινό γεγονός συνέβη τη νύχτα εκείνη. Όταν οι κατάκοποι Έλληνες μαχητές όδευαν για τη Σιάτιστα, αντιλήφθηκαν ότι τους ακολουθούσε ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας, που φορούσε στο κεφάλι του ένα μαύρο μαντήλι.Αφησαν να τους πλησιάσει και τότε διαπί­στωσαν, ότι ήταν ο Γιουσούφ μπέης, ο τσιφλικάς της Περιστέρας, που ή­ταν γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα. Τον μπέη αυτόν τον είχε φυλακισμένο ο Μπεκήρ αγάς, αλλά όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Νεάπολη, αφέθηκε ελεύθερος και τώρα ακολουθούσε τη μοίρα των Ελλήνων, που ήταν και δική του μοίρα. Μαζί του ερχόταν και ένας άλλος Τούρκος, ο Καπλάν μπέης, που ήταν τσιφλικάς στον Πελεκάνο, τον οποίο οι Τούρκοι είχαν φυλακίσει, γιατί ούτε χρήματα έδινε για τη συντήρηση των άτακτων Τούρκων, τους οποίους στρατολογούσε ο Μπεκήρ αγάς με τον Βελή μπέη από τη Νεάπολη, αλλά ούτε και όπλο έπαιρνε για να πολε­μήσει τους Έλληνες.

Τη Νεάπολη είχε εγκαταλείψει και όλος ο ελληνικός πληθυσμός.Ένας μόνο γέροντας είχε μείνει, που δε γνωρίζουμε πώς λεγόταν, τον οποίο οι Τούρκοι σκότωσαν αμέσως. Πρώτη ενέργεια των απίστων ήταν η πυρπό­ληση του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου και στη συνέχεια όλης της Νεάπολης.

Ο απολογισμός της μάχης αυτής ήταν οδυνηρός για τους Έλληνες. Εκτός από το Λοχαγό Δεδούση, σκοτώθηκαν και οι:

Βαρδαλής (αγνώστων λοιπών στοιχείων), Κοντομηνάς Γεώργιος, Κοντολέων Θεόδωρος, Κουλούρης Κίμων, Νεκάκης Νικόλαος και ΙΙρινέας Γεώργιος.

Οι τραυματισθέντες ήταν συνολικά δεκαπέντε (15), ήτοι οι: Αγγελάκης Εμμανουήλ, Βορόπης Απόστολος, Γουδής Χρήστος. Γαβρίλης Ιωάννης, Δεσύλας Αλκιβιάδης, Διακογιάννης Νικόλαος, Καββαδίας Φίλιππος, Καψής Στρατής, Κοντινούδης Αργύριος. Μανωλαράκης Χρήστος, Παπαγεωργίου Ανδρέας, Παξινός Παναγιώτης, ΙΙαπαγιαννάκης Θεόδωρος, Παντελάκης Σταύρος και Φιλιππάκης Μιχάηλ, από τα Μεσαρά Κρήτης.

Σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης ο γιατρός Ηλίας Μπακατσούλης, αψη­φώντας τον καταιγισμό του τουρκικού πυρός, έτρεχε από τραυματία σε τραυματία και πρόσφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες.

Ο Μπεκήρ αγάς, που έφερε το βαθμό του μοιράρχου Χωροφυλακής, μετά την κατάληψη και καταστροφή της Νεάπολης, με μεγάλο τμήμα της στρατιωτικής του δύναμης, κατευθύνθηκε στο Τσούρχλι, που ήταν γενέτειρά του και τσιφλίκι του. Απ’ όπου περνούσε έσπερνε την ολοκληρωτική κα­ταστροφή. Στον Πολύλακκο σκότωσαν οι Τούρκοι τον πολιτοφύλακα Νικόλαο Τσαβασίλη ή Κούγια και μαχαίρωσαν τον συγχωριανό του Κωνσταντίνο Μπιάζα ή Σβώλο, ο οποίος επέζησε, διότι προσποιήθηκε το νεκρό. Στην Πανάρετη τραυμάτισαν, μαχαιρώνοντάς τον, το Γούσια Τουλιόπουλυ ή Πλάκα, που σ’ όλη του την υπόλοιπη ζωή έσερνε το σακα­τεμένο του σώμα σαν φανερό δείγμα της τουρκικής βαρβαρότητας. Φτάνοντας ο Μπεκήρ Αγάς στο χωριό του, το Τσούρχλι, το βρήκε έρημο. Οι Έλληνες κάτοικοι του, το είχαν εγκαταλείψει και καταφύγει στα Γρεβενά και την Καλαμπάκα. Πιστεύοντας ότι σε λίγο θα ήταν κύριος ό­λης της περιοχής, δεν έκαψε τα σπίτια των Ελλήνων. Στο μεταξύ οι Τούρκοι την ίδια μέρα που κατέλαβαν τη Νεάπολη, ήτοι την 1 η Νοέμβριοι» 1912, βάδισαν κατά της Σιάτιστας. Σ’ αυτήν είχαν καταφύγει οι κάτοικοι ό­λων των γύρω χωριών και κωμοπόλεων, που είχαν καταληφθεί από τους Τούρκους, ο αριθμός των οποίων υπολογιζόταν σε 30.000 άτομα. Σπίτια.

•καταστήματα, δρόμοι, πλατείες και πάρκα ήταν πλημμυρισμένα από αν­θρώπους κάθε ηλικίας. Οι Σιατιστινοί είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες των σπιτιών τους, υποδέχονταν με καλοσύνη τους καταφυγόντες στην πό­λη τους και, εμψυχωμένοι όπως ήταν, έδιναν σε όλους θάρρος και τους κερνούσαν από το ονομαστό τους κρασί.

Η πόλη παράλληλα είχε μεταβληθεί σε απόρθητο φρούριο. Εκτός από τους ντόπιους Σιατιστινούς πολεμιστές, βρίσκονταν εκεί ο Γεώργιος Κατεχάκης με 17 του παλικάρια, μία άλλη δύναμη από 300 Κρητικούς ε­θελοντές υπό την αρχηγία του Γεωργίου Καπίτση, από τις Κυδωνιές Μ. Ασίας, ο οποίος, πριν κηρυχθεί ο Βαλκανικός πόλεμος, βρισκόταν στην Αμερική και εκπαιδευόταν στην αεροπορία. Εκτός αυτών, υπήρχαν στη Σιάτιστα μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, μεταξύ των οποίων και ο γιος του Π. Μελά, λοχίας Μιχαήλ ή Μίκης, που σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε, ως διμοιρίτης Λόχου, εκτελούσε έφιππος καθήκοντα συν­δέσμου των μαχομένων ελληνικών τμημάτων καθώς και πολλοί άλλοι ο­πλαρχηγοί με τις δικές τους ομάδες.

Την 3η Νοεμβρίου τρεις πεδινές πυροβολαρχίες υπό το λοχαγό πυρο­βολικού Νικόλαο Κλαδά και δύο τάγματα πεζικού, υπό τον ταγματάχρη Αντώνιο Ηπίτη από την Ήπειρο, είχαν ενισχύσει σημαντικότατα τη δύνα­μη των μαχητών της Σιάτιστας. Η επίθεση των Τούρκων έγινε την 4η Νοεμβρίου 1912, ημέρα Κυριακή. Με μία δύναμη 2.500 ανδρών πολιόρ­κησαν την πόλη και χωρίς χρονοτριβή επετέθησαν εναντίον της. Επακολούθησαν σκληρές μάχες, που θύμισαν παλιές γιγαντομαχίες των Ελλήνων εναντίον άλλων βαρβάρων επιδρομέων. Ο ηρωισμός των Ελλήνων, που μάχονταν, υπερασπιζόμενοι τα πάτρια εδάφη, τη ζωή και την τιμή του γένους μας, υπερίσχυσε της αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων και η νίκη έστεψε τα όπλα τους. Η Σιάτιστα έμεινε ελεύθερη και άνοιγε το δρόμο για την απελευθέρωση της Νεάπολης.

Δύο μέρες μετά την περιφανή νίκη της Σιάτιστας, ήτοι την 6η Νοεμβρίου 1912, όλα τα σώματα των Κρητικών ξεκίνησαν για τη Νεάπολη. Προσεκτικά και εκκαθαρίζοντας κάθε τόπο που περνούσαν από τυχόν ελλοχεύοντα τουρκικό κίνδυνο, στρατοπέδευσαν έξω από αυτήν την 8η Νοεμβρίου. Με κάθε προφύλαξη την ίδια νύχτα μπήκαν στη Νεάπολη οι Κρήτες μαχητές του Κατεχάκη. Η Νεάπολη ήταν πλέον ελεύθερη. Οι Τούρκοι την είχαν ήδη εγκαταλείψει για πάντα. Από το 1386, που θεωρεί­ται ότι κατακτήθηκε από τους Τούρκους, μέχρι αυτήν την άγια μέρα της 8ης Νοεμβρίου του 1912 πέρασαν 526 χρόνια. Πεντακόσια είκοσι έξη χρό­νια σκλαβιάς, κάτω από τον πιο αναχρονιστικό, βάρβαρο, άξεστο και αι­μοδιψή κατακτητή που γνώρισε ποτέ το Ελληνικό έθνος, έζησε και η Νεάπολη. Υπέφερε, καταστράφηκε, οι κάτοικοι της εξανδραποδίστηκαν, οι ναοί της πυρπολήθηκαν, τα σχολεία της έκλεισαν, και όμως ο πυρήνας, που συντηρούσε τη συνέχιση της ελληνικής γενιάς, επέζησε. Επέζησε και, σαν το φοίνικα που ξαναγεννήθηκε από τη στάχτη του, άρχιζε μία άλλη ζωή, απαλλαγμένη από τη βία, το αίμα, την πυρκαγιά, τους βια­σμούς γυναικών, τον εξευτελισμό, την ντροπή και την εξαθλίωση.

Η Νεάπολη έγραφε πλέον, ρημαγμένη αλλά περήφανη, τη δική της ι­στορία, που είναι ένα κομμάτι πανομοιότυπο της εθνικής μας ιστορίας.

Αμέσως μετά το νικηφόρο ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1913, στη Νεάπολη εγκαταστάθηκε το 32ο Σύνταγμα Πεζικού, διοικητής του οποίου ήταν ο αντισυνταγματάρχης Π.. Ξενογιώργος. Την 14η Μαϊου1914, ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από τον πρίγκιπα Αλέξανδρο και την πριγκίπισσα Ελένη, επισκέφτηκε τη Νεάπολη, στα πλαίσια της επιθε­ώρησης των διαφόρων φρουρούν της Β. Ελλάδας.

Η Νεάπολη, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, έζησε ακόμα έναν πόλεμο, τον πρώτο παγκόσμιο, που άρχισε το 1914 και τελείωσε το 1918. Δεν είχε ακόμα ηρεμήσει η χώρα μας από την περιπέτεια των βαλκανικών πολέμων, όταν κλήθηκε να πάρει μέρος στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Στον πόλεμο αυ­τόν τα ελληνικά νιάτα, με περίλαμπρες νίκες εναντίον των συμμάχων των Γερμανών, Βουλγάρων, απέδειξαν ότι ξέρουν να μάχονται για την πολυ­πόθητη Ελευθερία και να νικούν. Απελευθερώθηκαν τότε η Ήπειρος, η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου. Η πατρίδα μας έγινε μεγαλύτερη, οι σκλα­βωμένοι γεύτηκαν τη λευτεριά. Η ειρήνη δε θα κρατούσε όμως πολύ και­ρό, γιατί το 1918 άρχισε η μικρασιατική εκστρατεία, για την οποία θα γί­νει σύντομος λόγος σε άλλο κεφάλαιο.

Από το βιβλίο του Αλκιβιάδη Νέττα-Χρονικά Νεάπολης.

tovoion.com

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.